Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΘΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ
– ΟΜΙΛΟΥΝ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
. Ἐξ ἀφορμῆς τῆς ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μελέτης χορηγήσεως αὐτοκεφάλου ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος στήν Οὐκρανία, διατυπώθηκαν ἀπόψεις, ἀκόμη καί ἀπό ἐκπροσώπους θεσμικῶν φορέων, διά τῶν ὁποίων ἀμφισβητεῖται τό κανονικόν δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως νά προβῇ σέ μία τέτοια ἐνέργεια. Ὡς κύριον ἐπιχείρημα προβάλλεται τό ὅτι ἡ Οὐκρανία «ἀποτελεῖ κανονικόν ἔδαφος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας» καί, κατά συνέπειαν, μία τέτοια ἐνέργεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου θά ἀποτελοῦσεν «εἰσπήδησιν» εἰς ξένην ἐκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν.
. Κατόπιν τούτου, κρίνεται ἀναγκαῖον ὅπως τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ὑπενθυμίσῃ πρός πάντας τήν ἱστορικήν καί κανονικήν ἀλήθειαν ὡς πρός τήν σχέσιν τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως πρός τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας, ὅπως αὐτή προκύπτει ἀπό τά σωζόμενα ἐπίσημα ἔγγραφα, τά ὁποῖα, δυστυχῶς, εἴτε ἀγνοοῦνται εἴτε σκοπίμως ἀποκρύπτονται γιά εὐνοήτους λόγους. [Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΘΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ]
Ἡ σχέσις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πρός τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας. Σύντομος ἱστορική ἀναδρομή
. Ὅπως εἶναι εἰς ὅλους γνωστόν, οἱ Οὐκρανοί, καθώς καί ὅλοι οἱ λαοί, οἱ καταγόμενοι ἐκ τῶν ἀρχαίων Ρώς, ὀφείλουν τήν χριστιανικήν πίστιν καί τήν Ὀρθοδοξίαν των εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. Περιττεύει νά γίνῃ ἐδῶ λόγος διά τά γνωστά εἰς ὅλους ἱστορικά γεγονότα, τά ὁποῖα ὡδήγησαν εἰς τόν βαπτισμόν τῶν κατοίκων τοῦ περί τό Κίεβον κράτους τοῦ Βλαδιμήρου τόν δέκατον αἰῶνα καί τήν μετά ταῦτα ἐξάπλωσιν τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς ὁλόκληρον τήν περιοχήν τῆς Κιεβινῆς Ρωσσίας. Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἀποτελεῖ τήν μητέρα Ἐκκλησίαν ὁλοκλήρου τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ, ὅπως καί ὅλων τῶν Ρώσσων, Λευκορρώσων καί ἄλλων λαῶν τῆς εὐρυτέρας περιοχῆς.
. Ἡ Μητρόπολις Ρωσσίας ἀναγράφεται εἰς τά ἀρχαῖα ἐπίσημα συνταγμάτια τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως, παραδείγματος χάριν εἰς τήν Διατύπωσιν τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (11ος αἰ.) (παραπομπή1) , ὡς ἑξηκοστή ἐπαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ἦταν ἀρχικῶς ἑνιαία ὑπό τόν τίτλον «Κιέβου καί πάσης Ρωσσίας» μέ ἕδραν τό Κίεβον. Ἔπειτα οἱ μητροπολῖται Κιέβου μετέφεραν τήν κατοικίαν των εἰς Βλαδίμηρον καί τέλος εἰς Μόσχαν, εἶχαν ὅμως πάντοτε ὡς κανονικήν ἕδραν των τήν πόλιν τοῦ Κιέβου. Περί τά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος, ἡ Μητρόπολις Κιέβου διεσπάσθη εἰς δύο κατόπιν ἐκλογῆς τοῦ Μητροπολίτου Ἰωνᾶ ἐν Μόσχᾳ (1448) καί τοῦ Γρηγορίου, ὑπό τόν ἑνωτικόν Πατριάρχην Γρηγόριον Μάμμαν (1458). Ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος ἐπέστρεψεν ἀργότερον εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν καί ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Διονύσιον Α’ (1470), ἐνῷ εἰς τήν Μόσχαν τό 1561 ἐγκατεστάθη νέος Μητροπολίτης, ὁ Θεοδόσιος, χωρίς συνεννόησιν μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
. Μετά τήν ἀνύψωσιν τῆς Μητροπόλεως Μόσχας εἰς Πατριαρχεῖον ἐπί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β’ (1589), ἡ Μητρόπολις Κιέβου ἐξακολουθοῦσε νά τελῇ ὑπό τούς Οἰκουμενικούς Πατριάρχας, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦσαν ἐποπτείαν εἴτε διά μέσου πληρεξουσίων Ἐξάρχων εἴτε αὐτοπροσώπως, ὅπως συνέβη τό 1589, ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄ ἐπεσκέφθη τό Κίεβον καί καθήρεσε τόν Κιέβου Ὀνησιφόρον, ὡς δίγαμον, καθώς καί ἄλλους ἐνόχους κληρικούς, ἐχειροτόνησε δέ Κιέβου τόν Μιχαήλ (Ραγόζα). Ἐπί πλέον, ἐκύρωσε καί εὐλόγησε τήν Ἀδελφότητα τῶν Θεοφανείων (Βογοιαβλένσκη), ἡ ὁποία μετετράπη μετά ταῦτα εἰς Ἀκαδημίαν, καί διέταξε τήν σύγκλησιν ἐπαρχιακῆς Συνόδου Οὐκρανίας.
. Ἀλλά ἡ πλέον, ἴσως, σημαντική προσφορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας ὑπῆρξεν ὅταν ἡ Ἐκκλησία αὐτή εἶχε πλήρως ἐκλατινισθῆ καί προσχωρήσει μετά τῶν ἐπισκόπων της εἰς τήν Οὐνίαν. Τότε (1620) ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐξουσιοδότησε τόν Ἱεροσολύμων Θεοφάνη νά μεταβῇ εἰς τήν Οὐκρανίαν, ὅπου καί ἐχειροτόνησεν Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, ἀνασυνέστησε τήν ἐπαρχιακήν Σύνοδον τῆς Οὐκρανίας καί ἐξέλεξε τόν οἰκεῖον Μητροπολίτην μέ τήν ἐπικύρωσιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ἡ χειροτονία τῶν ἱεραρχῶν τῆς μητροπόλεως Κιέβου ἀπό τόν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων δέν ἐσήμαινε, βεβαίως, ὅτι ἡ μητρόπολις ὑπετάχθη εἰς τό Πατριαρχεῖον του.
. Ὅταν τό 1654 ἡ Οὐκρανία ἑνώθηκε πολιτικῶς με τήν Ρωσσίαν, ἄρχισε νά ὑποκινεῖται ζήτημα καί ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως τῆς περιοχῆς αὐτῆς μέ τό Πατριαρχεῖον Μόσχας. Οἱ μητροπολῖται, ὅμως, οἱ ἐπίσκοποι, ὁ κλῆρος, οἱ εὐγενεῖς καί ὅλος ὁ λαός τῆς Οὐκρανίας ἀπέκρουαν ἐντόνως τήν ἕνωσιν. Μάταιες ἦταν καί οἱ προσπάθειες τῆς Ρωσσίας νά ἀποκτήσει τήν μητρόπολιν Κιέβου τό 1684 ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰάκωβο. Ὁ Κιέβου Σίλβεστρος καί οἱ διάδοχοί του Διονύσιος, Ἰωσήφ καί Ἀντώνιος, παρά τάς πιέσεις, δέν ἐδέχθησαν νά χειροτονηθοῦν ἀπό τόν Πατριάρχην Μόσχας. Μόνον ὁ διάδοχος αὐτῶν Γεδεών, τό 1685, παρεπείσθη νά δεχθῇ τήν χειροτονίαν του ἀπό τόν Πατριάρχην Μόσχας Ἰωακείμ, ἀλλά καί τότε πολυπληθής Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθεν εἰς τό Κίεβον, ἐκήρυξεν ἄκυρον τήν ἐκλογήν καί παράνομον τήν χειροτονίαν, διότι ἔγινεν ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ἡ ἐνέργεια αὐτή τοῦ πατριάρχου Μόσχας συνιστοῦσε σοβαρὸν κανονικὸν ἀδίκημα. Προαγωγή ἐπισκόπου ξένης ἐπαρχίας εἰς μητροπολίτην ἄνευ συναινέσεως τοῦ οἰκείου Πατριάρχου ἀπετέλει παραβίασιν ἱερῶν κανόνων, ὅπως: ΛΕ´ τῶν Ἀποστόλων, Ϛ´ τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς, ΙΓ´ καί ΚΒ´ ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ΙΕ´ ἐν Σαρδικῇ Συνόδου. Παραλλήλως, ἡ πρᾶξις αὕτη ἐσήμαινε διείσδυσιν εἰς ξένην ἐπαρχίαν, καταδικαστέαν συμφώνως πρός τούς κανόνας: Β´ τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ΙΓ´ καί ΚΒ´ ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, Γ´ ἐν Σαρδικῇ. Ἡ ἁρπαγὴ ξένης ἐπαρχίας καταδικάζεται ρητῶς ὡς παραβίασις τῶν παλαιῶν δικαίων τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπό κανόνας ὅπως οἱ: Η´ τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΛΘ´ τῆς ἐν Τρούλλῳ Οἰκουμενικῆς Πενθέκτης Συνόδου.
. Κατόπιν τούτων, ὁ Γεδεών καί οἱ ἐν Μόσχᾳ κατενόησαν ὅτι τίποτε δέν ἦτο δυνατόν νά γίνῃ χωρίς τήν ἔγκρισιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί ἔστρεψαν ὅλην τήν προσπάθειάν των εἰς τό νά πεισθῇ (ἤ ἐξαναγκασθῇ) ὁ τότε Οἰκουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ’ νά ἀναγνωρίσῃ τήν χειροτονίαν τοῦ Γεδεών. Τήν ὅλην προσπάθειαν πρός τόν σκοπόν αὐτόν ἀνέλαβεν ἐκ μέρους τῶν βασιλέων καί τῆς Κυβερνήσεως τῆς Ρωσσίας ὁ πρέσβης Νικήτας Ἀλεξέγιεφ, ὁ ὁποῖος μετέβη εἰς τήν Ἀδριανούπολιν, ὅπου παρεπιδημοῦσεν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ¨. Τά τῶν διαπραγματεύσεων καί τῶν παρασκηνιακῶν ἐνεργειῶν ἐξιστορεῖ εἰς τήν Δωδεκάβιβλόν του ὁ ἐκεῖ ἐπίσης τότε παρεπιδημῶν Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος, ὁ ὁποῖος, λόγῳ τῶν προσωπικῶν του σχέσεων με τήν βασιλικήν οἰκογένειαν, διεδραμάτισεν οὐσιαστικόν ρόλον εἰς τάς συνομιλίας.
. Τό ἀποτέλεσμα τῶν συνομιλιῶν καί διαπραγματεύσεων αὐτῶν ἀποτυπώνεται εἰς τήν Πατριαρχικήν καί Συνοδικήν «Πρᾶξιν» ἤ «Γράμμα ἐκδόσεως» τοῦ Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1686, τήν ὁποίαν ὑπέγραψεν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ’ καί ἡ περί αὐτόν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος, καθώς καί ἄλλοι Μητροπολῖται τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τό ἀρχικόν πρωτότυπον τῆς «Πράξεως» αὐτῆς ἔχει καταστραφῆ, σώζονται ὅμως, ἐκτός τῶν ρωσσικῶν μεταφράσεων, καί ἑλληνικά αὐθεντικά ἀντίγραφα τῆς ἐποχῆς Πατριαρχίας Καλλινίκου Β’, (1688, 1689-1693, 1694-1702), ἀπό τά ὁποῖα τό ἀρχικόν ἑλληνικόν κείμενον ἔχει μέ ἀσφάλειαν ἀποκατασταθῆ (παραπομπή2) .
. Σώζεται ἐπίσης τό ἑλληνικόν πρωτότυπον τοῦ Γράμματος πού ἀπέστειλεν εἰς τούς βασιλεῖς τῆς Ρωσσίας Ἰωάννην καί Πέτρον καί τήν Πριγκίπησαν Σοφίαν ὁ Πατριάρχης Διονύσιος Δ’, δημοσιευμένον εἰς τήν Συλλογήν τῶν ἐπισήμων ἐγγράφων τῆς Ρωσσικῆς Κυβερνήσεως τό 1826 (παραπομπή3).
. Τά δύο αὐτά κρίσιμα κείμενα, δηλαδή ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική «Πρᾶξις» τοῦ 1686, ὅπως ἀποκαταστάθηκε σήμερα ἀπό ρώσσους ἱστορικούς στήν ἀρχική της μορφή, καί τό πρωτότυπον Γράμμα τοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄πρός τούς ρώσσους βασιλεῖς, παρατίθενται αὐτούσια εἰς τό Παράρτημα τοῦ παρόντος. Σώζονται, βεβαίως, καί ἄλλα ἐπίσημα ἔγγραφα διά τό θέμα τοῦτο, ἐκ τῶν ὁποίων μόνον ἕνα εἰς ἑλληνικόν ἀντίγραφον καί τά λοιπά εἰς ρωσσικάς μεταφράσεις τῆς ἐποχῆς, μεταξύ τῶν ὁποίων ἐπίσημες μεταφράσεις τοῦ ρωσσικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, πού διατηροῦνται εἰς τά ἀρχεῖα του, καθώς καί ἄλλα, προφανῶς καὶ αὐτά σέ ἐπίσημες μεταφράσεις, σέ χειρόγραφα τῆς συλλογῆς «Ἰκόνα», πού περιέχει διάφορα κείμενα ἀφορῶντα τό Πατριαρχεῖον Μόσχας (παραπομπή4) .
., Περιττόν νά τονισθῇ ὅτι τό πρῶτον ἀπό τά κείμενα αὐτά, τό ὁποῖον ἀποτελεῖ ὄχι μόνον Πατριαρχικόν, ἀλλά καί Συνοδικόν ἔγγραφον, ὑπερτερεῖ εἰς κανονικήν καί νομικήν ἀξίαν, καί πρέπει νά προτιμᾶται κάθε ἄλλου ὡς ἡ γνησία ἔκφρασις τῆς βουλήσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ὅπου, τυχόν, ὑπάρχουν διαφοραί.
Τί προκύπτει ἀπό τήν μελέτην τῶν Κειμένων;
. Ἀπό τήν μελέτην τῶν δύο αὐτῶν θεμελιωδῶν κειμένων, καί κυρίως τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς «Πράξεως» ἤ, ἀκριβέστερον, «Γράμματος Ἐκδόσεως» προκύπτουν τά ἑξῆς:
1. Ἡ ὑπαγωγή τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ἔγινε «τρόπῳ συγκαταβατικῷ» καί «οἰκονομικῶς», λόγῳ τῶν συγκεκριμένων ἱστορικῶν συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, «διά τε τό τοῦ τόπου ὑπερβάλλον διάστημα καί διά τάς συμβαινούσας ἀναμεταξύ τῶν δύο βασιλειῶν μάχας», ἕνεκα τῶν ὁποίων «ὁ ἐχθρός τῆς ὀρθῆς καί ἀληθοῦς καί ἁγίας καί ἀμωμήτου πίστεως τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν ζιζάνια καί ἀκάνθας ἐγκατέσπειρε μεταξύ τοῦ σίτου, ἤτοι τῆς ὀρθοδοξίας, καί κινδυνεύει ταύτην ὑποχείριον ἕξειν τοῖς ἀλλοτρίοις καί ἐναντίοις φρονήμασι». Τόν προσωρινόν χαρακτῆρα τῆς κατ’ οἰκονομίαν καί συγκατάβασιν διευθετήσεως, τήν ὁποίαν προβλέπει ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική «Πρᾶξις» τοῦ 1686, μαρτυρεῖ ρητῶς καί ὁ λόγιος διαπρεπής Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος, τοῦ ὁποίου ὁ ρόλος εἰς τάς σχετικάς διαπραγματεύσεις ὑπῆρξεν, ὡς ἐλέχθη, καίριος, ὅταν γράφῃ ὅτι ἐδήλωσεν εἰς τόν μεσολαβητήν πρέσβην Νικήταν Ἀλεξιοβίτσην: «νά δοθῇ … τό Κίεβον ἐπιτροπικῶς τῷ Μοσχοβίας διά τήν κατέχουσαν τυραννίδα, ἕως ἡμέρας ἐπισκέψεως θείας» (παραπομπή5) .
2. Ὅπως προκύπτει ἀπό τήν Πατριαρχικήν καί Συνοδικήν «Πρᾶξιν» τοῦ 1686, τό νόημα τῆς «ὑπαγωγῆς» τῆς Μητροπόλεως Κιέβου εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας συνίστατο, κατ΄ οὐσίαν, μόνον εἰς τήν ἄδειαν τῆς χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου: «ἵνα ἡ ἁγιωτάτη ἐπαρχία Κιέβου εἴη ὑποκειμένη ὑπό τοῦ ἁγιωτάτου πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς μεγάλης καί θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας, χειροτονεῖσθαι δηλαδή μητροπολίτην Κιέβου ἐν αὐτῇ ἡνίκα παρεμπέσῃ χρεία». Ἡ ἐπεξήγησις («δηλαδή») ἐξηγεῖ τό νόημα τοῦ «ὑποκειμένη». Ἡ πρᾶξις λέγει ρητῶς : « ἡ ὑποταγὴ τῆς μ(ητ)ροπόλ(εως) ταύτης Κιόβου ἀνετέθη ὑπὸ τὸν ἁγιώτατον π(ατ)ριαρχικὸν τῆς Μοσχοβίας θρόνον », δηλαδή ὁ Πατριάρχης Μόσχας μπορεῖ νά χειροτονεῖ τόν μητροπολίτην Κιέβου ἐξ ὁνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί μόνον. Τὰ σωζόμενα σέ ἑλληνικά ἀντίγραφα ἔγγραφα λέγουν : «δοθῆναι ἄδειαν … χειροτονεῖν », «… κ(αὶ) διδόντος οἰκονομικῶς ἐκείνῳ τὴν τοιαύτην ἄδειαν ». Τό μόνον σωζόμενον εἰς πρωτότυπον ἔγγραφον (Γράμμα πρός τούς βασιλεῖς) λέγει ρητῶς : « ὁ μακαριώτατος Πατριάρχης Μοσχοβίας … ἔχῃ ἐπ᾽ ἀδείας χειροτονεῖν Κιόβου Μητροπολίτην», δηλαδή ὁ Πατριάρχης Μόσχας μπορεῖ νά προβαίνει εἰς χειροτονίαν μητροπολίτου Κιέβου μέ ἄδεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Τό ὅτι δέν πρόκειται περί πλήρους ἐκχωρήσεως τῆς ἐπαρχίας Κιέβου εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας εἶναι ἐμφανές ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ «Πρᾶξις» (α) στερεῖ ἀπό τόν ἐν λόγῳ Πατριάρχην τό δικαίωμα νά ἐκλέγῃ τόν Μητροπολίτην Κίεβου, καί (β) ὑποχρεώνει τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτην Κιέβου νά μνημονεύῃ τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως «ἐν πρώτοις» κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν. Ἡ σημασία τῶν δύο αὐτῶν ὅρων εἶναι ἀνάγκη νά τονισθῇ.
3. Ἡ δοθεῖσα εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας ἄδεια νά χειροτονῇ Μητροπολίτην Κιέβου καί μόνον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐκλέγεται ἀπό τόν κλῆρον καί τόν λαόν τῆς ἐπαρχίας Κιέβου, ὑποδηλώνει σημαντικόν βαθμόν αὐτονομίας καί αὐτοτελείας τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς, τήν ὁποίαν αὐτονομίαν δέν παραχωρεῖ ὁ Πατριάρχης Μόσχας ὡς οἱονεί κυριάρχης τῆς ἐν λόγῳ περιοχῆς, ἀλλά ὑποχρεοῦται νά ἀποδεχθῇ ὡς ὅρον, τόν ὁποῖον θέτει ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης καί τόν ὁποῖον εἶναι ὑποχρεωμένος νά τηρήσῃ. Ὁ Πατριάρχης Μόσχας, κατά τόν ὅρον τοῦτον, δέν ἔχει τό δικαίωμα νά προβῇ εἰς συγχώνευσιν ἤ διαμελισμόν ἤ κατάργησιν τῆς Μητροπόλεως αὐτῆς. Ἀποκλείεται δηλαδή ἡ διοικητική ἀπορρόφησίς της ἀπό τό Πατριαρχεῖον Μόσχας.
4. Ἡ ὑποχρέωσις τοῦ ἑκάστοτε Μητροπολίτου Κιέβου νά μνημονεύῃ «ἐν πρώτοις» κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν, τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην ἀποτελεῖ τήν πλέον σαφῆ ἀπόδειξιν ὅτι ἡ ἐπαρχία Κιέβου δέν ἐδόθη εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας ὡς κανονικόν ἔδαφός του. Ἡ κατά τό «ἐν πρώτοις» τῆς Θείας Λειτουργίας μνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατριάρχου δηλώνει τήν κανονικήν ἐξάρτησιν τοῦ μνημονεύοντος καί δέν ἀποτελεῖ ἁπλῆν εὐχητικήν ἔκφρασιν ἤ φιλοφρόνησιν. Εἰς τήν συγκεκριμένην μάλιστα Πατριαρχικήν καί Συνοδικήν «Πρᾶξιν», αἰτιολογεῖται ρητῶς ὁ ὅρος τῆς μνημονεύσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὡς «πηγῆς καί ἀρχῆς» τῶν ὑποκειμένων εἰς αὐτόν ἀρχιερέων. Ἐνῶ τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου Μόσχας, μετά ἀπό ἐκείνο τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, ἀποδίδεται εἰς τήν ἰδιότητα αὐτοῦ ὡς «γέροντος καί προεστῶτος», δηλαδή εἰς τήν πνευματικήν σχέσιν τοῦ χειροτονουμένου πρός τόν χειροτονήσαντα αὐτόν (παραπομπή6) . Πρέπει νά ἐπισημανθῇ ὅτι ἡ Πρᾶξις περί τοῦ ἐν Βενετίᾳ μητροπολίτου Φιλαδελφείας, ἡ ὁποία τοῦ παραχωρεῖ ἄδειαν χειροτονίας τῶν ἀρχιερέων Κεφαλληνίας καί Κυθήρων, ὁρίζει καί τήν μνημόνευσιν τοῦ Φιλαδελφείας ὑπό τῶν χειροτονουμένων ἀπό αὐτόν ἀρχιερέων, χωρίς νά ὑποδηλοῖ τοῦτο ὅτι ὁ Φιλαδελφείας γίνεται κυρίαρχος αὐτῶν. Κατ΄ ἀναλογίαν καί ἡ μνημόνευσις τοῦ Πατριάρχου Μόσχας ὑπό τοῦ Κιέβου μετά τόν Κωνσταντινουπόλεως δέν ὑποδηλοῖ καμίαν παραχώρησιν δικαιοδοσίας εἰς αὐτόν. Διά τούς λόγους αὐτούς ὁ ρῶσσος ἐρευνητής Vadim Mironovich Lurie (παραπομπή7), ὁ ὁποῖος ἐμελέτησε τά σχετικά πρός τήν Μητρόπολιν Κιέβου συνοδικά ἔγγραφα τοῦ 1686, καθώς καί ἄλλοι ρῶσσοι ἱστορικοί, κατέληξαν εἰς τό συμπέρασμα ὅτι οἱ ὅροι αὐτοί ἔχουν σαφῶς ὡς σκοπόν τήν διατήρησιν τῆς κανονικῆς ἐξουσίας τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἐπί τῆς ἐπαρχίας τοῦ Κιέβου (παραπομπή8).
5. Τό δικαίωμα, τό ὁποῖον δίδεται ἀπό τόν κυριάρχην ἀρχιερέα εἰς ξένους ἀρχιερεῖς νά χειροτονοῦν κληρικούς εἰς τήν ἐπαρχίαν του, εἶναι κανονικόν καί συνηθέστατον ἀκόμη καί σήμερον, ὅταν αὐτό γίνεται με τήν ρητήν ἄδειαν τοῦ οἰκείου ποιμενάρχου, χωρίς τοῦτο νά σημαίνῃ ἐκχώρησιν κανονικοῦ ἐδάφους. Αὐτό ἀκριβῶς ὑποδηλώνει καί ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική «Πρᾶξις» τοῦ 1686, ὅταν προβλέπῃ, ὅπως κληρικοί καί λαϊκοί τῆς ἐπαρχίας Κιέβου «ἔχωσιν ἄδειαν, ὡς καλή καί κατά τούς κανόνας ἐπικρατήσασα συνήθεια», νά ἀποστέλλουν τόν ἐκλεγέντα ἀπό αὐτούς ὑποψήφιον Μητροπολίτην Κιέβου εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας πρός χειροτονίαν. Πρόκειται, δηλαδή, περί ἐπ’ ἀδείᾳ τοῦ κυριάρχου ἀρχιερέως παραχωρήσεως τοῦ δικαιώματος τῆς χειροτονίας ἀρχιερέως ὑπαγομένου εἰς τήν δικαιοδοσίαν του πρός ἄλλον ἀρχιερέα (παραπομπή9).
6. Ἡ ἐκχώρησις ἀπό τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Διονύσιον Δ΄ πρός τόν Πατριάρχην Μόσχας τῆς ἀδείας νά χειροτονῇ τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτην Κιέβου ἔγινε διά συνοδικοῦ «Γράμματος Ἐκδόσεως», τίτλου, τόν ὁποῖον ἔχουν ὅλα τά σχετικά ἔγγραφα, καί τόν ὁποῖον φέρει καί τό κυριώτερον ἐξ αὐτῶν. Ὁ ὅρος «ἔκδοσις» εἶναι τεχνικός καί σημαίνει κατά τήν ἐποχήν ἐκείνην ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ «ἄδειαν», καί εἰς τήν συγκεκριμένην περίπτωσιν, ἄδειαν χειροτονίας ἤ μεταθέσεως. Δέν πρόκειται, συνεπῶς, περί «Πράξεως» ἤ «Τόμου» ἐκχωρήσεως κανονικοῦ ἐδάφους εἰς ἄλλην αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν ἀπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὅπως συνέβη εἰς περιπτώσεις χορηγήσεως αὐτοκεφαλίας (π.χ. πρός τάς Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχίας καί Σλοβακίας), καθώς καί ἐκχωρήσεως συγκεκριμένων περιοχῶν εἰς ἄλλην αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν (βλ. π.χ. τήν ἐκχώρησιν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος τῶν Ἰονίων νήσων, τῆς Θεσσαλίας, ἤ τῆς Διασπορᾶς τό 1908 καί τήν ἐπαναφοράν της εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον τό 1922). Οὐδέποτε ἐδόθη τμῆμα κανονικοῦ ἐδάφους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς ἄλλην αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν διά «Γράμματος ἐκδόσεως». Καί ἡ ἀνύψωσις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας εἰς Πατριαρχεῖον, με τήν ὁποίαν καθορίζονται καί τά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του, διά τῆς ἐκδόσεως Τόμου ἔγινε (παραπομπή10). Ἐάν ἤθελε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον νά ἐκχωρήσῃ κανονικόν ἔδαφός του (τήν Οὐκρανίαν) εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας, θά ἐχρησιμοποίει ἔγγραφον ἀνάλογον ἐκείνου τό ὁποῖον ἐξέδωσεν εἰς ὅλας τάς ἄλλας περιπτώσεις.
. Πάντα ταῦτα μαρτυροῦν ὅτι ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική «Πρᾶξις» τοῦ 1686 εἶχε τό νόημα, τό ὁποῖον περιγράφει ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος, ὁ ὁποῖος καί ἐγνώριζε τά πράγματα ἐκ πρώτης χειρός ὡς μέτοχος τῶν γενομένων διαπραγματεύσεων: «νά εἶναι ἐπαρχία μέν τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἐπιτροπευομένη δέ παρά τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Μοσχοβίας» (παραπομπή11) , καί τοῦτο, κατά τόν ἴδιον Πατριάρχην, «διά τήν κατέχουσαν τυραννίδα, ἕως ἡμέρας ἐπισκέψεως θείας», δηλαδή ἄχρι καιροῦ.
Ἡ μέχρι σήμερον κατάστασις
. Τό τί συνέβη μετά τό 1686 εἶναι εἰς ὅλους γνωστόν. Τό Πατριαρχεῖον Μόσχας οὐδέποτε ἐτήρησε τούς ὅρους τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς «Πράξεως» τόσον ὡς πρός τόν τρόπον ἐκλογῆς τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου (ἀπό τόν κλῆρον καί τόν λαόν τῆς περιοχῆς του), ὅσον καί ὡς πρός τήν μνημόνευσιν «ἐν πρώτοις» τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἀπό τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτην Κιέβου κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν. Διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ, καί κυρίως τῆς πραξικοπηματικῆς καταργήσεως τοῦ μνημοσύνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἀπό τόν ἑκάστοτε Κιέβου, ἡ de jure ἐξάρτησις τῆς Μητροπόλεως Κιέβου (καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας) ἀπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον κατέστη αὐθαιρέτως προσάρτησις καί συγχώνευσις τῆς Οὐκρανίας με τό Πατριαρχεῖον Μόσχας.
. Ὅλα αὐτά συνέβησαν εἰς μίαν χρονικήν περίοδον κατά τήν ὁποίαν ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος, δεινῶς δοκιμαζόμενος, ἀδυνατοῦσε «ἕνεκα τῶν καιρικῶν περιστάσεων νά ἄρῃ τήν φωνήν αὐτοῦ κατά τῶν τοιούτων αὐτοβούλων ἐνεργειῶν» (παραπομπή12). Ἀλλά «τό ἐξ ἀρχῆς ἀνυπόστατον οὐ βεβαιοῦται τῇ χρονίᾳ παραδρομῇ», κατά γενικόν ἀξίωμα τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου, ἀναγνωριζόμενον καί ἀπό τούς ἱερούς κανόνας (παραπομπή13). Ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας δέν ἔπαυσε νά ἀποτελῇ de jure κανονικόν ἔδαφος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
. Ἡ μετά 30 ἔτη παραγραφή, ἡ ὁποία προβλέπεται ἀπό τούς κανόνας 17 τῆς Δ΄ καί 25 Στ΄ (Πενθέκτης) Οἰκουμενικῶν Συνόδων δέν δύναται νά ἐφαρμοσθῇ εἰς τήν παροῦσαν περίπτωσιν, διότι οἱ κανόνες αὐτοί ὁμιλοῦν περί τῶν «ἀγροικικῶν» ἢ «ἐγχωρίων» παροικιῶν καί ὄχι περί ἐπισκοπῶν ἢ μητροπόλεων. Ἐπ’ αὐτοῦ συμφωνοῦν ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευταί τῶν κανόνων τούτων (παραπομπή14) .
. Τοῦτο ἐγνώριζε πάντοτε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, παρά τήν «ἕνεκα τῶν καιρικῶν περιστάσεων» ἐπιδειχθεῖσαν ὑπ’ αὐτοῦ ἀνοχήν τῶν αὐθαιρέτως τετελεσμένων ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Αὐτό ἀπεδείχθη εἰς τήν περίπτωσιν χορηγήσεως ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου αὐτοκεφαλίας εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Πολωνίας κατά τό ἔτος 1924. Εἰς τόν σχετικόν Τόμον ρητῶς ἀναφέρεται ὅτι ἡ περιοχή τοῦ Κιέβου, εἰς τήν ὁποίαν ὑπήγετο καί ἡ Πολωνία, οὐδέποτε ἔπαυσε νά ἀνήκῃ εἰς τήν κανονικήν δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, καθώς καί ὅτι οἱ ὅροι τῆς Πράξεως τοῦ 1686 οὐδέποτε ἐτηρήθησαν ἀπό τό Πατριαρχεῖον Μόσχας.
Συμπεράσματα
. Ἀπό τήν μελέτην τῶν ἐπισήμων ἐγγράφων, ὅπως αὐτά διεσώθησαν ἤ ἀποκατεστάθησαν ἀπό τήν ἱστορικήν ἔρευναν, ὄχι μόνον Ἑλλήνων ἀλλά καί Ρώσσων ἐρευνητῶν, προκύπτει ὅτι:
1.Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον οὐδέποτε παρεχώρησε τήν Μητρόπολιν Κιέβου, διά νά ἀποτελῇ κανονικόν ἔδαφος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας καθωρίσθησαν, ὅταν ἡ Ἐκκλησία αὐτή ἀνυψώθη εἰς Πατριαρχεῖον τό 1589, καί οὐδέποτε μεταβλήθηκαν διά Πατριαρχικοῦ ἤ Συνοδικοῦ Τόμου. Ἡ Μητρόπολις Κιέβου δέν περιλαμβάνεται μέσα εἰς τά ὅρια αὐτά. Κάθε γεωγραφική περιοχή ἐκτός τῶν ὁρίων, τά ὁποῖα διαγράφονται ἀπό τόν Τόμον τῆς αὐτοκεφαλίας οἰασδήποτε Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εὑρίσκεται ἐκτός τοῦ κανονικοῦ ἐδάφους της, ὅπως ἀκριβῶς προβλέπεται διά κάθε αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν
2. Ἡ Μητρόπολις Κιέβου (καί ὅλη ἡ σημερινή Οὐκρανία) ὑπῆρξεν ἀπό τήν ἵδρυσίν της ἐπαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κατέχουσα ἀρχικῶς τήν προσήκουσαν θέσιν εἰς τό Συνταγμάτιον, ἐνῶ ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης ἐλάμβανε τήν χειροτονίαν του ἀπό τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ἀδιακόπως μέχρι τόν 17ον αἰῶνα. Ὁ δεσμός τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἦταν τόσον ἰσχυρός ὥστε, καί μετά τήν πολιτικήν ἕνωσιν τῆς περιοχῆς μέ τήν Μόσχαν τό 1654, κάθε προσπάθεια τοῦ Πατριάρχου Μόσχας νά χειροτονήσῃ τόν Μητροπολίτην Κιέβου νά συναντᾷ τήν σφοδράν ἀντίδρασιν τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ τῆς Οὐκρανίας. Ἡ πραξικοπηματική χειροτονία τοῦ Γεδεών ὡς Μητροπολίτου Κιέβου ἀπό τόν Πατριάρχην Μόσχας Ἰωακείμ τό 1685 συνήντησε καί πάλιν τήν ἀντίδρασιν τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ τῆς Μητροπόλεως. Μόνον ὅταν ὁ τότε Οἰκουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ’ ὑπό ἰσχυράν πίεσιν παρεχώρησε τό ἔτος 1686 τήν ἄδειαν εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας νά χειροτονῇ τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτην Κιέβου, ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἀπεδέχθη τήν χειροτονίαν τοῦ Γεδεών καί τῶν μετέπειτα διαδόχων του ἀπό τόν Πατριάρχην Μόσχας.
3. Τά ἐπίσημα ἔγγραφα, ἐπί τῇ βάσει τῶν ὁποίων ἐδόθη αὐτή ἡ ἄδεια πρός τόν Πατριάρχην Μόσχας, εἶναι ἤδη γνωστά, καί ἀποκαλύπτουν ὅτι:
α) Τό ἔγγραφον, διά τοῦ ὁποίου ἐδόθη ἡ ἄδεια αὐτή εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας χαρακτηρίζεται καί ὀνομάζεται εἰς ὅλα τά ὑπάρχοντα ἐπίσημα κείμενα ὡς «Γράμμα ἐκδόσεως» («ἐκδόσεώς φημί γράμματος»), τό ὁποῖον, εἰς τήν τεχνικήν ὁρολογίαν τῆς ἐποχῆς ἀλλά καί σήμερον, δηλώνει χορήγησιν ἀδείας πρός τέλεσιν χειροτονίας ἤ ἄλλης κανονικῆς πράξεως, οὐδέποτε δέ χρησιμοποιεῖται κατά τήν πλήρη ἐνσωμάτωσιν κανονικοῦ ἐδάφους εἰς ἄλλην αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν.
β) Συμφώνως πρός ὅλα τά ὑπάρχοντα ἔγγραφα, ἡ ἄδεια χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου ἀπό τόν Πατριάρχην Μοσχοβίας ἐδόθη «οἰκονομικῶς», «διά τήν ἐνεστῶσαν ἀνάγκην», ἤτοι «τό ὑπερβάλλον τοῦ τόπου διάστημα καί τάς ὁσημέραι ἐπισυμβαινούσας μεταξύ τῶν δύο βασιλειῶν μάχας». Ἐνεῖχε, δηλαδή, ἡ ἄδεια αὐτή προσωρινόν χαρακτῆρα καί ἴσχυεν, ἐφ’ ὅσον ὑπῆρχαν οἱ λόγοι, διά τούς ὁποίους ἐδόθη.
γ) Ὁ χαρακτηρισμός τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὡς «ὑποκειμένης» ὑπό τόν Πατριάρχην Μόσχας, ἡ ὁποία ἀπαντᾶ εἰς τό κείμενον τῆς «Πράξεως», ἐπεξηγεῖται ἀμέσως ἀπό τό ἴδιον τό Κείμενον, ὅτι σημαίνει δηλαδή «χειροτονεῖσθαι μητροπολίτην ἐν αὐτῇ (τῇ Μητροπόλει Κιέβου)» ὑπό τοῦ Πατριάρχου Μόσχας. Ὁ σκοπός καί τό νόημα τῆς Πράξεως συνίστανται εἰς τήν «ἄδειαν» τελέσεως τῆς χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου ἀπό τόν Πατριάρχην Μόσχας, καί ὄχι εἰς τήν ἐκχώρησιν κανονικοῦ ἐδάφους εἰς αὐτόν. Αὐτό καί μόνον ἦτο, ἄλλωστε, τό αἴτημα πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην, ὅπως τό κατανοεῖ καί τό καταγράφει ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική «Πρᾶξις»: «δοθῆναι ἄδειαν τῷ μακαριωτάτῳ Πατριάρχῃ Μοσχοβίας χειροτονεῖν μητροπολίτην Κιέβου, ἡνίκα ἐμμένῃ ὑστερουμένη γνησίου ἀρχιερέως ἡ μητρόπολις αὕτη». Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ’ καί ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου δέν εἶχαν λόγον νά παραχωρήσουν «ὑπερεκπερισσοῦ» ἐκείνου, τό ὁποῖον ἐζητήθη.
δ) Οἱ ὅροι, τούς ὁποίους θέτει ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Πρᾶξις, ἐπιβεβαιώνουν πέρα πάσης ἀμφιβολίας τό ὅτι δέν παρεχωρήθη τό κανονικόν ἔδαφος τῆς Μητροπόλεως Κιέβου εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας. Οὐδέποτε συνέβη νά παραχωρηθῇ κανονικόν ἔδαφος εἰς ἄλλην αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν, ὑπό τόν ὅρον ὅτι δέν θά ἔχῃ τό δικαίωμα νά διοικῇ αὐτή πλήρως τά τῆς περιοχῆς αὐτῆς, περιλαμβανομένου καί τοῦ τρόπου ἐκλογῆς ἀρχιερέων της, καί, τό σπουδαιότερον, μέ τήν ὑποχρέωσιν νά μνημονεύεται εἰς τό «ἐν πρώτοις» τῆς Θείας Λειτουργίας ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ὁποίαν προῆλθε.
. Ταῦτα ἐγνώριζε βεβαίως, τό Πατριαρχεῖον Μόσχας, καί διά τοῦτο αὐθαιρέτως παρεβίασε τούς ὅρους αὐτούς καί οὐδέποτε τούς ἐτήρησε, ἀκριβῶς διότι ἐπεδίωκε νά ἐνσωματώσῃ αὐτοβούλως τήν Μητρόπολιν Κιέβου (καί τήν Οὐκρανίαν) εἰς τήν κανονικήν δικαιοδοσίαν του. Ἀλλά αὐτό ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς καί παραβίασιν τῶν ἱερῶν Κανόνων (παραπομπή15) καί τῆς Πράξεως, εἰς τήν ὁποίαν στηρίζεται ἡ ὅλη σχέσις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας πρός τήν περιοχήν αὐτήν. Ἡ μή τήρησις τῶν ὅρων μιᾶς Πράξεως καθιστᾶ ἄκυρον τήν Πρᾶξιν εἰς τό σύνολόν της. Καί ἐπειδή δέν πρόκειται περί κοινοῦ ἤ κοσμικοῦ, ἀλλά περί ἐκκλησιαστικοῦ, δηλαδή ἱεροῦ, κειμένου, ἄς ὑπομνησθοῦν πρός τούς παραβάτας τῶν ὅρων τά λόγια, μέ τά ὁποῖα καταλήγει ἡ Πρᾶξις: «ὁ δέ παρά τά γεγραμμένα διανοηθείς ἤ ἄλλως πως βουληθείς ἀπείθειαν ἤ ἐναντιότητα ἐνδείξασθαι, τῇ τοῦ Κυρίου διαταγῇ ἀντιστήσεται καί παρ΄ ἐκείνου τάς ἀντιμισθίας ἕξει ὡς καταφρονητής τῶν πατριαρχῶν, ὄντων εἰκόνων τοῦ Θεοῦ ἐμψύχων τε καί ζωσῶν».
4. Τήν ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας παραβίασιν καί μή τήρησιν τῶν ὅρων τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1686 τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, λόγῳ τῶν δυσμενῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν, ὑπό τάς ὁποίας διετέλει, ἀνέχθηκε καί ἀπεσιώπησεν, ἀλλ’ οὐδέποτε διέγραψεν ἤ ἐλησμόνησεν. Ἀπόδειξιν τούτου ἀποτελεῖ ἡ χορήγησις ὑπό τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως αὐτοκεφαλίας εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Πολωνίας τό 1924 διά τῆς ἐκδόσεως Τόμου, εἰς τόν ὁποῖον ἀναφέρεται ρητῶς ὅτι ἡ ἀπόφασις αὐτή στηρίζεται εἰς τό γεγονός ὅτι ἡ Πολωνία ἀνῆκεν ἐκκλησιαστικῶς εἰς τόν ὑπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον Μητροπολίτην Κιέβου, καί ὅτι δέν ἐτηρήθησαν ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας οἱ προβλεπόμενοι ὅροι. Ἡ χορήγησις τῆς αὐτοκεφαλίας εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Πολωνίας ἔγινε δεκτή ἀπό ὅλας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, πλήν ἐκείνης τῆς Ρωσσίας, ἡ ὁποία ἐχορήγησεν ἴδιον αὐτοκέφαλον εἰς τήν Ἐκκλησίαν αὐτήν τό 1949. Διά τοῦ τρόπου τούτου ἐμμέσως ἔγινε δεκτόν ἀπό ὅλας τάς ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, πλήν ἐκείνης τῆς Ρωσσίας, καί τό κυριαρχικόν δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπί τῆς μητροπόλεως τοῦ Κιέβου καί τῆς Οὐκρανίας.
* * *
. Ὅταν τό 1757 ἡ Μητρόπολις Χαλεπίου ἐδόθη εἰς τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον, λόγῳ δυσκολιῶν διοικήσεώς της ἀπό τό Πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας, εἰς τό ὁποῖον κανονικῶς ἀνῆκεν, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Ζ’ ἐτόνιζεν εἰς τήν σχετικήν Πατριαρχικήν καί Συνοδικήν Πρᾶξιν ἐπιστροφῆς τῆς Μητροπόλεως αὐτῆς εἰς τό Πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας τό 1792 τά ἀκόλουθα: «τό ἀντιλαμβάνεσθαι μέν καί ἐκ τῶν ἐνόντων βοηθεῖν πρός τάς χρείας καί τοῖς λοιποῖς ἁγιωτάτοις Πατριαρχικοῖς καί Ἀποστολικοῖς Θρόνοις, πάνυ προσῆκον ἐκ παλαιοῦ ἡγεῖται ὁ καθ’ ἡμᾶς οὑτωσί ἁγιώτατος Πατριαρχικός, Ἀποστολικός καί Οἰκουμενικός Θρόνος, ἀφαιρεῖσθαι γε μήν ἐκείνων τά δίκαια καί πλεονεκτεῖν ἀδικοῦντα, οὐχ ὅπως πράττειν, ἀλλ’ οὐδέ ἀκούειν ἀνέχεται. Ἐκεῖνο μέν γάρ δίκαιον καί ἄξιον ἑαυτοῦ, τοῦτο δέ τοὐναντίον ἄδικόν τε καί ἀπρεπές τῷ Πατριρχικῷ ἀξιώματι» (παραπομπή16).
. Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον πάντοτε προσέτρεξεν εἰς βοήθειαν καί συναντίληψιν τῶν δοκιμαζομένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Οὐδέ ὅμως «ἀκούειν ἀνέχεται» τόν σφετερισμόν τῶν κανονικῶν δικαίων μιᾶς Ἐκκλησίας ἀπό ἄλλην. Ὅλα τά ὑπάρχοντα σχετικά ἐπίσημα ἔγγραφα προβλέπουν ὅτι ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης Κιέβου θά ὤφειλε νά ἐκλέγεται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας καί νά μνημονεύῃ ὡς κανονικήν «ἀρχήν» του «ἐν πρώτοις» τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν. Ἡ μή τήρησις τῶν θεμελιωδῶν αὐτῶν ὅρων ἀποτελεῖ σφετερισμόν ξένης δικαιοδοσίας. Ἡ δέ ὕπαρξις τῶν ὅρων αὐτῶν εἰς ὅλα τά ὑπάρχοντα ἐπίσημα κείμενα μαρτυρεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως οὐδέποτε ἀπεμπόλησε de jure τά κανονικά δικαιώματά της εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας.
. Πρέπει ἐπίσης, νά ἐπισημανθῇ καί ἕνα ἐκ τῶν βασικῶν ἀξιωμάτων τοῦ δικαίου: ἡ ἀρχή, ἡ ὁποία ἐξέδωσε μίαν Πρᾶξιν ἔχει ἀπόλυτον προτεραιότητα εἰς τήν ἑρμηνείαν της. Συνεπῶς, εἰς τήν συγκεκριμένην περίπτωσιν ἡ ἑρμηνεία τῶν Πατριαρχικῶν καί Συνοδικῶν Πράξεων ἀνήκει πρωταρχικῶς εἰς τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον.
. Δικαιοῦται, συνεπῶς, καί ὑποχρεοῦται τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον νά λαμβάνῃ τήν προσήκουσαν μητρικήν μέριμναν περί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας εἰς κάθε περίπτωσιν, κατά τήν ὁποίαν κρίνεται τοῦτο ἀναγκαῖον.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Paris, 1981, σ. 388.
2 В. Г. Ченцова (V. G. Tchentsova), Синодальное решение 1686 г. о Киевской митрополии, Древняя Русь. Вопросы медиевистики 2 [68] (2017) 100-102.
3 Собранiе государственныхъ грамотъ и договоровъ, хранящихся въ государственной коллегiи иностранныхъ дѣлъ, Часть четвертая, Москва, 1826, σ. 514-517.
4 Архив Юго-Западной России, Часть 1, Том V, Киев, 1859, σ. 166-193.
5 Δοσιθέου, Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, Ἱστορία περί τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων, Βιβλ. 11, § 28, ΤΟΜΟΣ ΣΤ’, (ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου), 1983, σ. 240
6 Οἱ ὅροι «γέρων» καί «προεστώς» προέρχονται ἀπό τήν μοναστηριακήν ὁρολογίαν καί δηλώνουν πνευματικήν σχέσιν. Βλ. Παντελεήμονος Καρανικόλα, Κλείς Ὀρθοδόξων Κανονικῶν Διατάξεων, 1979, σ. 298-299.
7 Лурье, В., Русское православие между Киевом и Москвой очерк истории русской православной традиции между XV и XX веками, Москва, 2009.
8 Βλ. K. Vetochnikov, «La “concession” de la métropole de Kiev au patriarche de Moscou en 1686: Analyse canonique», Proceedings of the 23rd International Congress of Byzantine studies, Belgrade, 22–27 August 2016 : Round Tables, Editors Bojana Krsmanović, Ljubomir Milanović, Belgrade 2016, p. 780-784.
9 Ὁ Πατριάρχης Δοσίθεος προέτεινε κατά τάς διαπραγματεύσεις ὡς πρότυπον τούς κανόνας Ἀγκύρας 13, Ἀντιοχείας 10 καί Ζ’ Οἰκ. 14. Πλησιέστερον χρονικῶς πρός τήν «Πρᾶξιν» τοῦ 1686 παράδειγμα χορηγήσεως ἀδείας πρός χειροτονίαν εἶναι τό χρυσόβουλον τοῦ 1651, μέ τό ὁποῖον ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης δίδει ἄδειαν εἰς τόν Μητροπολίτην Φιλαδελφείας Ἀθανάσιον Βαλεριανόν, διαμένοντα εἰς τήν Βενετίαν, νά χειροτονῇ τόν Κεφαλληνίας καί τῶν Κυθήρων λόγῳ τῶν ἐχθροπραξιῶν μεταξύ Βενετίας καί Ὀθωμανῶν, αἱ ὁποῖαι δέν ἐπέτρεπαν τήν χειροτονίαν αὐτήν ἀπό τόν Μονεμβασίας (περίπτωσις ἀνάλογος πρός ἐκείνην τοῦ Κιέβου τό 1686). Τό χρυσόβουλον αὐτό ἔχει, κατά τούς ἐρευνητάς, πολλάς ὁμοιότητας πρός τήν «Πρᾶξιν» τοῦ 1686 καί, ἴσως, ἀπετέλεσε τό πρότυπον διά τήν σύνταξιν τοῦ ἐγγράφου περί τῆς μητροπόλεως Κιέβου. Βλ. V. G. Tchentsova, σ. 94 ἑξ.
10 Βλ. Καλλινίκου Δεληκάνη, Ἐπίσημα ἐκκλησιαστικά ἔγγραφα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Τομ. Γ’, 1905, σ. 24: «Συνοδικόν Χρυσόβουλον ἤ Τόμος …»
11 Βλ. V. G. Tchentsova (ἀνωτ. σημ. 2), σ. 98.
12 Βλ. Κυζίκου Καλλινίκου (Δεληκάνη), «Ἡ αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία Πολωνίας», Ἐκκλησία, 1924, σ. 6
13 Αὐτόθι.
14 Βλ. Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, ΙΙ, 1852, σ. 259 ἑξ. καί 361.
15 Οἱ κανόνες, οἱ ὁποῖοι παραβιάζονται εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν εἶναι πολλοί, ὅπως οἱ 35 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 13 καί 22 τῆς Ἀντιοχείας, 15 τῆς Σαρδικῆς, 2 τῆς Β’ Οἰκ. κ.ἄ.
16 Καλλινίκου Δεληκάνη, Ἐπίσημα ἐκκλησιαστικά ἔγγραφα, Τομ. Β’, 1904, σ. 217