Ἱερομόναχος π. Νικόλαος Καφετζής:
Ὁ Ταπεινός καί Ἁπλοϊκός Λευΐτης
τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίων Τιμοθέου καί Μαύρας
ὑπό
Ἰωάννου Ν. Καλλιανιώτου
Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Scranton
Ἰούλιος 2022.
«...ἐνδύσασθε τήν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρός τό
δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρός τάς μεθοδείας τοῦ διαβόλου
ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά
πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς
κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου.»
Ἐφεσ. στ΄ 12
ΒΙΟΣ.
Τήν πρωΐαν τῆς 17/30 Ἰουνίου 2022, μᾶς ἐπληροφόρησαν συγγενεῖς μας ἀπό τήν Κάρυστον (Εὐβοίας) ὅτι ὁ ἀγαπητός μας πνευματικός, ὁ π. Νικόλαος Καφετζής, ἐκοιμήθη ἐχθές, Τετάρτην, 16 Ἰουνίου 2022 (π. ἡμ., τοῦ Ἁγίου Τύχωνος ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος Κύπρου). Εὐχόμεθα ἐκ βάθους καρδίας, Αἰωνία ἡ μνήμη αὐτοῦ! Ὁ Θεός νά τόν ἀναπαύσῃ, κατόπιν τόσων ἱερῶν ἀγώνων, διωγμῶν, στερήσεων, ἀκαμάτου πνευματικῆς προσφορᾶς, πενίας, ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης πρός τό ποίμνιόν του καί πάντα ἄνθρωπον, καί ἀσθενειῶν, πρός τό τέλος τῆς ἐπί γῆς ζωῆς του.
Ὁ σεβαστός παπα-Νικόλας κατήγετο ἀπό τό χωρίον Καψούρι τοῦ Καβοντόρου, τῆς Ἐπαρχίας Καρυστίας, τῆς Εὐβοίας. Ἔφυγεν ἀπό τό χωριό του καί ἔγινε μοναχός καί λόγῳ τῆς ἁγνότητός του καί τῆς ἀγάπης του διά τήν Ἁγίαν μας Παραδοσιακήν Ὀρθοδοξίαν ἐχειροτονήθη ἱερομόναχος καί ἀρχιμανδρίτης, λειτουργός τοῦ Ὑψίστου καί ἐτοποθετήθη εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίων Τιμοθέου καί Μαύρας εἰς Κάρυστον, Εὐβοίας. Εἰς τήν Ἱεράν ταύτην Μονήν παρέμεινεν ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς, προσφέρων τά θεῖα μυστήρια καί τήν πνευματικήν καθοδήγησιν τῶν Χριστιανῶν.
Τά χωριά τοῦ Καβοντόρου1 ἐπήγαιναν μέ τό Πάτριον ἑορτολόγιον ἕως τό 1964. Κατόπιν αὐξάνονται αἱ πιέσεις κατά τῶν πραγματικῶν Παραδοσιακῶν Ὀρθοδόξων καί ἀρχίζει ἡ προπαγάνδα ἀπό τούς προέδρους τῶν Κοινοτήτων καί ἀπό ἄλλα πολιτικά πρόσωπα ὅτι, «ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν μέ τό Νέον Ἡμερολόγιον, γιατί αὐτό εἶναι τό ὀρθόν ἐπιστημονικῶς καί ἐμεῖς ἐδῶ στά χωριά ὑστεροῦμε πού συνεχίζομε μέ τό Παλαιόν». Ἤρχισαν καί αἱ πιέσεις πρός τούς ἱερεῖς τοῦ Παλαιοῦ Ἑορτολογίου ἀπό τόν ἐπίσκοπον Καρυστίας καί Σκύρου καί ἀρκετοί ἱερεῖς καί λαϊκοί ἐπῆγαν μέ τό Νέον. Εἰς ὡρισμένα χωρία οἱ Χριστιανοί ἐδιχάσθησαν, ἄλλοι μέ τό Νέον καί ἄλλοι μέ τό Παλαιόν. Ὀλίγα χωρία παρέμειναν μέ ὅλους τούς κατοίκους των μέ τό Παλαιόν, καθ’ ὅτι εἶχον λάβει χώραν καί πλεῖστα θαύματα, τά ὁποῖα ἀπεδείκνυον ὅτι τό Πάτριον Ἑορτολόγιον εἶναι τό ὀρθόν.2 Εἰς τό χωρίον τοῦ π. Νικολάου, τό Καψούρι, παρέμειναν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέ τό Παλαιόν, λόγῳ τῆς ἐμπιστοσύνης καί τῆς ἀγάπης των πρός αὐτόν, τό ἄξιον πνευματικόν τέκνον τοῦ Καψουρίου, καθ’ ὡς καί εἰς τά Ἀντιά καί εἰς ἄλλα χωρία, παρέμειναν ἅπαντες μέ τό Παλαιόν..
Δυστυχῶς, ἀφ’ ὅτου οἱ ἁπλοῖ αὐτοί ξωμάχοι τῶν χωρίων τοῦ Καβοντόρου δέν ἐδέχθησαν τήν ἀλλαγήν τοῦ ἡμερολογίου, ἐπενέβη ἡ Χωροφυλακή καί ἀρχίζει ὁ διωγμός τῶν ἱερέων. Ὁ παπα-Νικόλας ἔφυγεν ἀπό τήν Ἱ. Μ. τῆς Ἁγίας Μαύρας καί ἐκρύπτετο εἰς τά βουνά καί τά σπήλαια τοῦ ὄρους Ὄχη διά νά ἀποφύγῃ τήν σύλληψιν ἀπό τούς Χωροφύλακας. Μοῦ διηγεῖτο ὁ
μακαριστός μπάρμπα-Παναγιώτης (ὁ Μπούμπαλος) ὅτι τόν Δεκαπενταύγουστον ἐπῆγαν νά λειτουργήσουν εἰς ἕνα λόφον ἔξω ἀπό τά Ἀντιά, ὅπου ἦτο τό ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας. Ἐπῆγεν ἡ Χωροφυλακή μέ κάποιον ἱερέα Νεοημερολογίτην καί ἔβγαλαν βιαίως ἀπό τήν ἐκκλησίαν, τόν π. Νικόλαον καί τούς πιστούς, εἰς τό μέσον τῆς θείας λειτουργίας, ηὗρον δέ οὗτοι μίαν καλύβην ἑνός βοσκοῦ ἐκεῖ πλησίον ὅπου καί ἐπῆγαν, καί ἔτσι ἐσυνέχισαν καί ἐτελείωσαν τήν θείαν λειτουργίαν. «Αὐτή ἦταν ἡ πιό ὡραία λειτουργία στή ζωή μου, ὅλοι κλαίγαμε, προσευχόμαστε καί κοινωνήσαμε γιά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», εἶπεν ὁ θεοσεβής μπάρμπα-Παναγιώτης.
Ὁ ταπεινός ἱερομόναχος, π. Νικόλαος, ἐλειτούργει, ἐξωμολόγει τά πνευματικά του τέκνα, τά ὁποῖα ἦσαν πάρα πολλά, ἀλλά καί εἰς τούς ξένους (εἰς τούς ὁποίους ἔλεγε, «ἔλα νά σοῦ καθαρίσω τό πουκάμισο ἀπό τίς ἁμαρτίες»), καί προσέφερε τά θεῖα δῶρα καί τά ἱερά μυστήρια, ἐπί ἑξήκοντα περίπου ἔτη, εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τῶν Ἁγίων Τιμοθέου καί Μαύρας, εἰς τόν εὐσεβῆ λαόν τῆς περιοχῆς καί τούς ἐπισκέπτας προσκυνητάς. Ὅτι δῶρα τοῦ ἐπήγαιναν οἱ ἄνθρωποι, τά ἔδιδεν εὐλογίαν εἰς τούς προσκυνητάς, δέν ἐκράτει τίποτε διά τόν ἑαυτόν του. Μοῦ εἶχε στείλει ἀκόμη καί εἰς τήν Ἀμερικήν δῶρα καί γράμματα, εἰς ἐμέ τόν ἐσχατώτατον τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἁπλότης του, ἡ πτωχεία του, ἡ ταπεινοφροσύνη του, ἡ πίστις του καί ἡ ἀγάπη του ἦσαν μοναδικά εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας.
Μοῦ ἔλεγε, πρό ἐτῶν, μία γυναῖκα, ἡ ὁποία εἶχεν ὑπάγει εἰς τήν Ἀθήναν διά τήν διαδήλωσιν (διαμαρτυρίαν) κατά τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ «Ὀρθόδοξος Χριστιανός» ἀπό τάς ταυτότητας. «Εἶδα ἔμπροσθέν μου ἕνα Γέροντα μέ τριμμένον ρᾶσον καί τά παπούτσια του πατημένα εἰς τήν πτέρνα σάν παντόφλες καί τό μυαλό μου ἐπῆγε στόν παπα-Νικόλα, διότι μόνον αὐτός ἦτο τόσον πτωχικά ἐνδεδυμένος. Πηγαίνω μπροστά του, σηκώνω τά μάτια μου καί πράγματι βλέπω τόν ἀγαπημένον μας παπα-Νικόλα. Ἔσκυψα καί τοῦ φίλησα τό χέρι καί μέ ἀγκάλιασε καί ἀφοῦ μέ εὐλόγησε, μοῦ εἶπε, “Τί κάνεις κόρη μου, τί κάνει ὁ ἄντρας σου, ἡ οἰκογένειά σου;”». Αὐτός ἦτο ὁ ταπεινός οὗτος ἄνθρωπος καί ἱερέας τοῦ Ὑψίστου, ἐπῆγε δέ τόσον μακρυά ἀπό τήν Μονήν του, διότι δέν ἤθελε τήν κατάργησιν τοῦ Ἑλληνορθοδόξου πολιτισμοῦ μας ἀπό τούς ἀθέους πολιτικούς τῆς χώρας.
Θά ἀναφέρω ὀλίγα λόγια τοῦ παπα-Νικόλα ἀπό τόν πρόλογόν του εἰς τό βιβλίον, διά τό ἀγαπημένον του Μοναστήρι. «Ἡ Ἱερά ἡμῶν Μονή εἶναι γυναικεία καί ἀκολουθεῖ τό Πάτριον Ἑορτολόγιον τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, τό ὁποῖον κρατεῖ ἀδιάρρηκτη τήν ἱστορικήν συνέχειαν, παράδοσιν καί διαδοχήν τῆς Πίστεως μας ἀπό τήν ἐποχήν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Δι’ αὐτό καί παραμείναμε μέ τό Παλαιό Ἡμερολόγιο˙ δέν ἐπήγαμε μέ τόν Οἰκουμενισμό. Πολεμοῦμε τήν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐάν δεχθοῦμε τόν Οἰκουμενισμόν, θά πρέπει νά ἀρνηθοῦμε τούς Ἁγίους μας, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν διά τήν ὀρθήν Πίστιν μας, τήν ὁποίαν ἀπεκάλυψεν ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἰς ἡμᾶς καί ἐσφραγίσθη διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ μας. Δι’ ἐμᾶς θά εἶναι μεγάλη ἡ χαρά νά ἐπιστρέψουν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι καί νά ἔλθουν καί ὅλοι οἱ ἑτερόδοξοι εἰς τήν ὀρθήν, γνησίαν καί ἀληθινήν Πίστιν μας. Ἐμεῖς ὅμως δέν ἠμποροῦμεν καί δέν ἔχομεν κανένα δικαίωμα νά προδώσωμεν τά ἐνεπιστευμένα εἰς ἡμᾶς θεῖα Δόγματα καί Ἱεράς Παραδόσεις μας. ... Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγιωτάτου ζεύγους Τιμοθέου καί Μαύρας σέ ἀναμένει εἰς τήν Κάρυστον Εὐβοίας. ,,, Εὔχομαι μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καί διά πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Τιμοθέου καί Μαύρας νά φθάσωμεν ὅλοι μας εἰς τόν Αἰώνιον Παράδεισον. Ἀμήν.» 3
Ἀγαπητέ καί σεβαστέ π. Νικόλαε, Καλόν Παράδεισον. Ὁ Θεός νά σέ κατατάξῃ μεταξύ τῶν Ἁγίων Του. Ἡ προσφορά σου καί αἱ ἀρεταί σου θά μείνουν πάντοτε εἰς τήν μνήμην ἡμῶν, τῶν ἀγαπητῶν σου πνευματικῶν τέκνων.