Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Αντίχριστος και Αντιχρίστου έργα

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 

α) Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος

 κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ

β)Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας

 της Εκκλησίας της Ελλάδος 

ΘΕΜΑ: Ομολογία του Διαβόλου! 

Ζητώ  τις ευχές Σας, καθώς επίσης 

και την εκ μέρους Σας κατανόησιν!

+ Ο Μητροπολίτης 

πρ. Καλαβρύτων & Αιγιαλείας Αμβρόσιος

Αίγιον, Πρωτοχρονιά, 31 Δεκεμβρίου 2021

*************************

Μακαριώτατε,

και Σεβασμιώτατοι εν Χριστώ Άδελφοί,

Εκ προιμίου ζητώ την εκ μέρους Υμών κατανόησιν και συγκατάβασιν διά το γεγονός, ότι σήμερα παραμονήν της Πρωτοχρονιάς, δηλ. σε μια «χρονιάρα ημέρα» κατά την λαϊκήν παροιμίαν, αποτολμώ ο ταλαίπωρος εγώ, ένας «γεγηρακώς» ταπεινός εν Χριστώ Αδελφός Σας, να Σας ενοχλώ διά της παρού-σης επιστολικής επικοινωνίας μου, προκειμένου να Σας ενημερώ- σω περί τινος λίαν σοβαράς ομολογίας, ήτις αφορά το θέμα του εμβολιασμού Covid-19 κλπ.

Είναι τοις πάσι γνωστόν, ότι η σεπτή Ιεραρχία  της Εκκλησίας της Ελλάδος υποστηρίζει, και μάλιστα με υπερβάλλοντα ζήλον, την αποδοχήν του Εμβολίου κατά του Κορωνοϊού, πολλοί δε εξ Υμών έσπευσαν να επιβάλλουν την ποινήν της αργίας από πάσης ιεροπραξίας εις τινας Κληρικούς της Επαρχίας των, διότι ηρνήθη-σαν να υποστούν τον εμβολιασμόν!  

Είναι, λοιπόν, γεγονός αναμφισβήτητον, ότι η σεπτή Ιεραρχία της Εκκλησίας μας, εγκαταλείψασα την υψηλήν αποστολήν Της, ήτοι τον επανευαγγελισμόν του Λαού και την εν Χριστώ διαπαιδα- γώγησιν των πιστών προς σωτηρίαν της ψυχής των, δηλ. οι Ιεράρχες μας από ιατροί των ψυχών, κατήντησαν νοσοκόμοι – ιατροί των σωμάτων!  Οι Ιεράρχες μας προωθούν, και μάλιστα κατά τρόπον επιτακτικόν σπρώχνουν, τον Λαόν του Θεού προκει-μένου οι χριστιανοί μας να υποστούν το Εμβόλιον, οπότε αυτομάτως οι εμβολιασμένοι ΚΑΘΙΣΤΑΝΤΑΙ ΤΕΚΝΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ!  

Ώστε, λοιπόν, Αδελφοί μου, μήπως ήλθεν η ώρα να αναθεωρήσετε την στάσιν Σας; Μήπως ήλθεν η ώρα να σκεφθού-με το κατάντημα της σεπτής  Ιεραρχίας μας;  Μήπως ο Αρχιερεύς της σήμερον απαρνήθηκε την θέσιν του, το «εις τύπον και τόπον Χριστού» και εγένετο δούλος και υπηρέτης του Διαβόλου; 

Παρακαλώ, συγχωρήσατέ μοι τη σκληρή γλώσσα, την οποίαν κατ’ ανάγκην χρησιμοποιώ. Αλλά το δικαίωμα αυτό μου παρέχει ένα περιστατικόν, το οποίον συνέβη μόλις προ τεσσάρων ημερών  στο Ιερό Προκύνημα του Οσίου Παταπίου, στο Λουτράκι. Εκεί μία δαιμονισμένη νέα κοπέλα, απευθυνομένη προς τους προσκυνη-τάς του Οσίου Παταπίου, ξαφνικά άρχισε  να φωνάζει με φωνή ανδρική και πολύ δυνατή! Είπε τα  εξής πολύ σκληρά λόγια: 

 «Όλοι θα κάνετε το εμβόλιο! Όλοι θα σφραγιστείτε! Ποιοί από σας εδώ μέσα έκαναν το εμβόλιο; Είσαστε δικοί μου. Το εμβόλιο είναι το σφράγισμα! Τι με κοιτάτε;»

Αγαπητοί εν  Χριστώ Αδελφοί, 

Μήπως, έπειτα από αυτό το θλιβερό, πλήν  όμως και πολύ αποκαλυπτικό γεγονός, πρέπει να αναθεωρήσουμε τη στάση μας; 

Απετόλμησα να Σας θέσω δημοσίως το ερώτημα, διότι η φωνή του Διαβόλου εκεί ψηλά το Ιερό Προσκύνημα ήταν ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΗ! Ο Διάβολος ωμολόγησε το κατόρθωμά του! Το εμβόλιο είναι ΤΟ ΣΦΡΑΓΙΣΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ!  Ποιος από Υμάς  θα ηδύνατο να το διαψεύση; «Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα Υμίν, ἁμαρτίαν οὐκ είχετε· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχετε περὶ τῆς ἁμαρτίας Υμών» ( Ιωάνν. κεφ. ιε΄, 22-23).

Επί δε τούτοις, εκζητών τας Υμετέρας ευχάς επί τω Νέω Έτει, διατελώ                        Ελάχιστος εν Χριστώ Αδελφός

+ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ Ο πρώην Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος

Αίγιον, 31η Δεκεμβρίου 2021

ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ:

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΑΚΙ ΦΩΝΑΖΕ " ΟΛΟΙ ΘΑ ΚΑΝΕΤΕ ΤΟ ΕΜΒΟΛΙΟ , ΟΛΟΙ ΘΑ ΣΦΡΑΓΙΣΤΕΙΤΕ ,ΤΟ ΕΜΒΟΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΦΡΑΓΙΣΜΑ ". 

Πηγή: https://neataksi.blogspot.com/2021/12/blog-post_28.html 

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Law Professor Kasimatis

 επιβολής προστίμου στους ανεμβολίαστους ηλικιωμένους.

Δήλωση Γιώργου Κασιμάτη


Μετά από συνεχείς ερωτήσεις πολιτών σχετικά με τη νομιμότητα της κυβερνητικής αναγγελίας για ειδική υποχρέωση των άνω των εξήντα ετών ανεμβολιάστων να υποβληθούν σε εμβολιασμό με απειλή προστίμου εκατό ευρώ το μήνα, με βάση την επιστημονική και κο

ωνική μου ευθύνη παρέχω την ακόλουθη απάντηση:

Υπενθυμίζω την από 18/8/2021 Γνωμοδότησή μου, όπου θεμελιώνεται η παραβίαση των θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των αρχών και κανόνων νομιμότητας του Διεθνούς Δικαίου και των δημοκρατικών Συνταγμάτων με την άμεση ή έμμεση επιβολή όλων των μέτρων κατά της νόσου Covid 19.Όσον αφορά στον εμβολιασμό, επισημαίνεται ότι η παράβαση είναι πολύ βαρύτερη και ότι αποτελεί, ακόμη και αν γίνεται για το καλό του ανθρώπου, έγκλημα κατά του Ανθρώπου, εφόσον το εμβόλιο βρίσκεται ακόμη σε πειραματικό στάδιο. Η θεμελίωση γίνεται στις ρητές διατάξεις του διεθνούς δικαίου, που θεσπίστηκαν μετά τις εμπειρίες των ιατρικών πειραμάτων του Εθνικοσοσιαλισμού, κυρίως δε στο άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ν. Υόρκη 1966) και της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και της Βιοϊατρικής (ιδίως Κεφάλαιο ΙΙ, με τίτλο: Συναίνεση, άρθρα 5 επ.), (Oviedo 1997), που αποτελούν και υπερσυνταγματικής ισχύος εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας.

Στην ίδια Γνωμοδότηση επισημαίνω το δικαίωμα και την υποχρέωση όλων των πολιτών και κατά πρώτον λόγο των επισήμων Ενώσεων των Επαγγελματιών και των Εργαζομένων να ασκήσουν κάθε συνταγματικό μέσο νόμιμης προστασίας και κυρίως να προσφύγουν στην εθνική και διεθνή Δικαιοσύνη.

Όσον αφορά στην πρόσφατη αναγγελία απειλής προστίμου στους πάνω από εξήντα ετών ανεμβολιάστους, αποτελεί απειλή επιβολής χρηματικής κύρωσης για μη εκτέλεση πειραματικού εμβολιασμού και επιπλέον απειλή της επιβολής της εν λόγω κύρωσης στην κοινωνική κατηγορία των ανθρώπων που είναι ηλικίας από 60 ετών και πάνω. Η αναγγελία αυτή αποτελεί, κατά την επιστημονική μου άποψη, απειλή: πρώτον, τέλεσης από τα όργανα του κράτους πράξης που παραβιάζει το θεμελιώδες δικαίωμα του Ανθρώπου βάσει των παραπάνω αναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του Ανθρώπου και των άρθρων 5 επ. του Κεφ. ΙΙ της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και της Βιοϊατρικής και, δεύτερον, τέλεσης πράξης κατά των άνω των 60 ετών προσώπων, η οποία παραβιάζει την από το Διεθνές Δίκαιο και το Σύνταγμα απαγόρευση των διακρίσεων. Σημειώνομε ότι η απαγόρευση αυτή αποτελεί θεμελιώδη αρχή της προστασίας της αξίας του Ανθρώπου.

Ευχόμαστε η Κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα αυτά, να μη θεσπίσει την απειλή με συνταγματικά ανυπόστατο νόμο.

Η παρούσα ενημερωτική για όλους τους πολίτες Δήλωση απευθύνεται ιδίως προς τις κατά κύριο λόγο ηθικά και επιστημονικά υπεύθυνες Διοικήσεις των κεντρικών Ενώσεων Δικηγόρων, Δικαστών, Ιατρών και Δημοσιογράφων, που ασκούν δημόσιο κοινωνικό λειτούργημαΚύθηρα, 5 Δεκεμβρίου 2021

   Prof.  Γιώργος Κασιμάτης

ΠΗΓΗ

zeys-elaynon

................................ 

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

ΜΑΚΡΥΓΙΆΝΝΗΣ ὑπό Ἰωάννου Ν. Καλλιανιώτου

 #Μάχαι καί Συμμετοχή εἰς ταύτας#

τοῦ Ἰωάννου Μακρυγιάννη

ΜΑΚΡΥΓΙΆΝΝΗΣ ὑπό Ἰωάννου Ν. Καλλιανιώτου

Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Scranton


«Καί δέν εἴχαμεν οὔτε ὅπλα οἱ περισσότεροι,

 οὔτε τ’ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου ὅλοι. 

Ἀποφάσισαν οἱ νοικοκυραῖγοι ὅτι ἡ τυραγνία τῶν Τούρκων – τήν δοκιμάσαμεν τόσα χρόνια, δέν ὑποφέρνονταν πλέον. 

Καί δι’ αὐτείνη τήν τυραγνία, ὁποῦ δέν ὁρίζαμεν οὔτε βιόν, 

οὔτε τιμή, οὔτε ζωή (ξέραμεν κι’ ὅτ’ ἤμασταν ὀλίγοι καί χωρίς τ’ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου) ἀποφασίσαμεν νά σηκώσωμεν ἄρματα ἀναντίον αὐτῆς τῆς τυραγνίας. Εἴτε θάνατος, εἴτε λευτεριά.»

Ἰωάννης Μακρυγιάννης 


Α΄. Πρόλογος


Ἡ ἀνεπίδεκτος συγκρίσεως Ἐπανάστασις τοῦ 1821 ἀνέδειξε τό μεγαλεῖον τῆς φυλῆς μας καί ἀπεκάλυψε τούς ἡρωϊκούς ἡμῶν προγόνους, ὡς τόν περιφανῆ Ἰωάννην Μακρυγιάννην, τούς ὁποίους ἀναγνωρίζομεν καί διατηροῦμεν ὡς πρότυπα αὐτοθυσίας, ἀγάπης πρός τήν πατρίδα καί βαθείας πίστεως πρός τήν Ἁγίαν μας Ὀρθοδοξίαν. Ἡ τετρακοσιοετής Ὀθωμανική δουλεία δέν ἠμπόρεσε νά ἐξαλείψῃ ἀπό τόν λαόν μας τήν ἐπιβλητικότητα καί τό μεγαλεῖον τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ καί τήν μετριόφρονα Βυζαντινήν του ἀξιοπρέπειαν καί πνευματικότητα. Ἐδιδάχθημεν ἐπί ἑκατόν πενῆντα ἔτη διά τήν προσφοράν, τούς ἀγώνας καί τά παθήματά των, ὥστε νά εἴμεθα ἡμεῖς οἱ ἀμέτοχοι ἀπόγονοί των ἐλεύθεροι ἀπό τούς βαρβάρους Τούρκους. Τά τελευταῖα πεντήκοντα ἔτη, οἱ διευθαρμένοι πολιτικοί μας μέ τήν κατευθυνομένην πολιτικήν των καί τήν ἀνθελληνικήν καί ἄθεόν των παιδείαν ὑπεβάθμισαν καί ἀπέβαλον τήν Ἱστορικήν ἀλήθειαν καί τά πραγματικά αἴτια τῆς Ἐπαναστάσεως, ἀποβάλλοντες ἀκόμη καί τούς ἥρωας τῆς Ἐπαναστάσεως, τάς ἱεράς εἰκόνας καί πᾶν ἐθνικόν καί θρησκευτικόν σύμβολον ἀπό τάς σχολικάς αἰθούσας καί τούς ἄλλους δημοσίους χώρους. Οἱ ψευδο-πολιτικοί οὗτοι, ἀπόγονοι τῶν κοτζαμπάσηδων καί σύγχρονοι μεμυημένοι εἰς τάς «φιλικάς» ἑταιρείας τῆς μασονίας, ἔχουν τήν ἀπαίτησιν νά τούς τιμοῦν καί νά τούς εἰσακούουν οἱ ἐγκαταλελειμμένοι πολῖται τῆς χώρας καί νά ὑποτάσσωνται εἰς τάς δικτατορικάς ἐντολάς των (οὐσιαστικῶς, τῶν Illuminati, οἱ ὁποῖοι τούς κατευθύνουν). Πρᾶγμα ἀδύνατον καί ἀκατανόητον διά τόν νουνεχῆ, σοφόν, παραδοσιακόν καί ἐκ δημιουργίας ἐλεύθερον Ἕλληνα νά ἀποδέχεται ἀνθρώπους, τοιαύτης μηδαμινῆς ἀξίας, ἀσημάντου ἐκτιμήσεως καί ἀνυπάρκτου ἀρετῆς ὡς ἡγέτας του.

Ὁ βίος, ἡ πολιτεία, ὁ πατριωτισμός, ἡ πίστις καί ἡ τῶν μαχῶν συμμετοχή τοῦ μεγάλου ἥρωος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τοῦ στρατηγοῦ Ἰωάννη Μακρυγιάννη, εἶναι μοναδικά εἰς τήν Ἱστορίαν τῆς Νεοτέρας Ἑλλάδος. Εἶχα διαβάσει πρό ἐτῶν τά στρατιωτικά καί πολιτικά γεγονότα τῆς περιόδου 1821-1864 καί κατά τό τρέχον ἔτος 2021, λόγῳ τῶν 200 ἐτῶν ἀπό τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821, ἐδιάβασα καί πάλιν τά θαυμαστά καί ἀντικειμενικά αὐτά Ἱστορικά ἔργα τοῦ μεγάλου «πατριδοφύλακα» τῆς χώρας μας. Ὅσον περισσότερον κάποιος διαβάζει τά Ἱστορικά αὐτά ἔργα τόσον καλύτερα ἀντιλαμβάνεται τάς δυσχερείας τῶν ἡρωϊκῶν προγόνων μας νά ἀποτινάξουν τόν ζηγόν τῶν βαρβάρων Μουσουλμάνων ἄνευ τακτικοῦ στρατοῦ, ἄνευ χρημάτων, ἄνευ πολεμικοῦ ὑλικοῦ καί ἄνευ ὠργανωμένου κράτους. Τόν ἀγῶνά των διά τήν δημιουργίαν κράτους καί Συντάγματος, τήν πολιτικήν κρίσιν, τήν ὁποίαν ἐβίωσεν ὁ λαός μας ἀπό τούς εἰσαγωμένους ἐκ τῆς Δύσεως διεφθαρμένους πρώτους πολιτικούς καί τούς ἐμφυλίους σπαραγμούς, ἐν μέσῳ τῶν ἀπελευθερωτικῶν μαχῶν κατά τῶν Μογγόλων Ὀθωμανῶν.  

Ὁ πολεμιστής Μακρυγιάννης κατήγετο ἀπό τήν Ρούμελην, ἀπό οἰκογένειαν γεωργῶν καί ποιμένων, ὡς καί οἱ πλεῖστοι Ἕλληνες τῆς περιόδου ταύτης τῆς μακροχρονίου δουλείας. Δέν ὑπῆρξε κλέφτης καί ἀρματωλός, ἀλλ’ ὀρφανός ἀπό πολύ μικράν ἡλικίαν προσεπάθει νά προσφέρῃ τά πρός τό ζῆν ἐργαζόμενος χωρίς νά ἐπιβαρύνῃ τήν οἰκογένειάν του. Ἐγεννήθη τῷ 1797 καί ἀπέθανεν τῷ 1864. Τῷ δέ 1820 ἐμυήθη εἰς τήν Φιλικήν Ἑταιρείαν καί λόγῳ ὕψους, ὁ Γιαννάκης ὠνομάσθη Μακρυ-γιάννης. Ἦτο εὐγενής, εὐσεβής, φιλότιμος, εὐαίσθητος ἀλλά καί τραχύς, ἀνδρεῖος, δίκαιος, σώφρων, εὐφυής, θεοσεβής μέ βαθεῖαν πίστιν καί μέγαν πατριωτισμόν, τά ὁποῖα τόν ὡδήγησαν εἰς τήν ὑπεράσπισιν τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς πατρίδος, ἀλλά καί εἰς τήν ἀγάπην διά τά ὅπλα πρός προάσπισιν τούτων. Ἄνθρωπος μέ πολλάς ἀρετάς, μέ οἰκονομικήν ἀνρξαρτησίαν, μέ πνεῦμα οἰκονομίας ἀλλ’ ἄνευ φιλαργυρίας, ἀνήρ μεγάλης φιλανθρωπίας μέ ἀποστροφήν πρός τήν ἁρπαγήν καί μῖσος πρός τό πλιάτσικον, ἀνιδιοτελής ἐθνοπατήρ, ὁ πολεμικώτατος τῶν ἀνδρῶν, ὁ γνησιώτατος στρατιωτικός χαρακτήρ τῆς Ἐθνικῆς μας Ἐπαναστάσεως, τό καθαρώτατον τέκνον τῆς Ἑλλάδος, ἀποφασιστικός, ἄτρομος πρός τούς κινδύνους, πράγματι εἷς γενναῖος ἥρωας τοῦ Ἱστορικοῦ 1821.


Β΄. Μάχαι καί Συμμετοχή τοῦ Μακρυγιάννη

 

Ὁ ἄτρομος νέος Ἰωάννης Μακρυγιάννης λαμβάνει μέρος διά πρώτην φοράν εἰς τήν Ἐπανάστασιν τόν Αὔγουστον τοῦ 1821 εἰς τήν Ἄρταν. Ἐκ τῆς Ἄρτης ἐξεκίνησε μέ δέκα ὀκτώ (18) ἄνδρας, τό πρῶτόν του στρατιωτικόν σῶμα καί τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1821 λαμβάνει μέρος εἰς τήν μάχην τοῦ Σταυροῦ καί ἀγότερον ἐπληγώθη εἰς τήν μάχην τοῦ Πέτα πολεμῶν ὑπό τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Γώγου Μπακόλα. Κατόπιν συμμετέχει εἰς τήν πολιορκίαν τῆς Ἄρτης. Τόν Δεκέμβριον τοῦ 1821 εἶχεν κατέλθει εἰς τό Μεσολόγγιον μετά τοῦ Παπαηλιοπούλου, συμβάλλων εἰς τόν ἀγῶνα τῶν πολεμιστῶν τούτων καί παρέμεινεν ἐκεῖ ἕως τόν Μάρτιον τοῦ 1822˙ κατόπιν ἐπιστρέφει ἐκ νέου εἰς τήν Ἀνατολικήν Ἑλλάδα. Κατά τάς στρατιωτικάς ἐπιχειρήσεις εἰς Ὑπάτην, πρός κατάληψιν τοῦ φρουρίου της, ἀναδεικνύεται καί πάλιν ἡ γενναιότης τοῦ Μακρυγιάννη, μέ κίνδυνον νά συλληφθῇ ὑπό τῶν Τούρκων. Μετά τήν ἀποτυχίαν εἰς τήν Στυλίδα καί Ὑπάτην, Ἀπρίλιον τοῦ 1822, ἀρχίζει μία μεγάλη ἔρις μεταξύ τοῦ Ἀρείου Πάγου καί τοῦ Ὀδυσσέως Ἀνδρούτσου. Ὁ Μακρυγιάννης παρεμβαίνει ἐλέγχων τήν στάσιν τῆς Κυβερνήσεως καί τοῦ Ἀρείου Πάγου κατά τοῦ γενναίου αὐτοῦ στρατιωτικοῦ ἀνδρός καί ἄλλων ἀγωνιστῶν, καθ’ ὅτι ἡ στάσις τῶν ἐξηρτημένων πολιτικῶν ἦτο πάντοτε δυσμενής πρός τούς στρατιωτικούς. Ἀργότερον, εἰς τήν Λαμίαν, τόν Ἀπρίλιον 1822, καί κατόπιν, εἰς τήν μάχην τῆς Νευροπόλεως (Ἰούνιον 1822), πάνοτε μέ τήν συμμετοχήν τοῦ Μακρυγιάννη, ὅπου καταλαμβάνουν φρούρια καί καταστρέφουν καί τά ἐργαστήρια παρασκευῆς τροφίμων τοῦ Δράμαλη. Ἦτο δέ ὁ νεαρός οὗτος, ὁπλαρχηγός τεσσάρων χωρίων τῶν Σαλώνων καί συνεμάχετο μετά τῶν στρατευμάτων τοῦ Πανουργιᾶ.

Ὁ φιλόπατρις Μακρυγιάννης δέν συμμετεῖχε ποτέ εἰς τάς κομματικάς διαιρέσεις, αἱ ὁποῖαι ἦσαν συχναί καί μεγάλαι. Οἱ μέν πολιτικοί «ἠξίωσαν τό δικαίωμα τοῦ διατάσσειν καί ὑπακούεσθαι». Οἱ δέ ἀδικηθέντες στρατιωτικοί, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τήν ζωήν των διά τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς χώρας, δέν ἀνεξνώριζον τοιοῦτον δικαίωμα εἰς τούς ξενόφερτους Εὐρωπαΐζοντας πολιτικούς. Αἱ πολιτικαί ραδιουργίαι συνεχίζονται ἀπό τό Ναύπλιον καί κατόπιν μεταφέρονται εἰς Ἀθήνας. Σκοπός των ἦτο ἡ διαίρεσις καί διαμάχη μεταξύ τοῦ Ἀνδρούτσου καί τοῦ Γκούρα, ἀλλ’ ὁ Μακρυγιάννης, ὡς φίλος τοῦ Γκούρα, κατόρθωσε νά συμφιλιώσῃ τούς δύο ἄνδρας.

Τόν Αὔγουστον τοῦ 1822, ὁ Μακρυγιάννης κατέρχεται διά πρώτην φοράν εἰς Ἀθήνας καί ἔκτοτε παρέμεινεν ὡς συμπολίτης καί προστάτης τῶν Ἀθηναίων, ἀγοράζων ἀργότερον καί τό κτῆμα Νοτιο-Ἀνατολικῶς τῆς Πλάκας ἕως τάς στήλας τοῦ Ὀλυμπίου Διός. Ἔκτοτε πρωτοστατεῖ οὗτος τῆς στρατιωτικῆς καί πολιτικῆς ζωῆς τῶν Ἀθηνῶν, προσαρμοσθείς δέ καί εἰς τόν βίον καί τάς συνηθείας τοῦ προηγμένου Ἀθηναϊκοῦ λαοῦ, τῶν ἀπογόνων τοῦ Περικλέους, τοῦ Σωκράτους καί τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Τόν τραχύν τοῦτον στρατιωτικόν, ἀλλ’ ἀγνόν, ἠθικόν, σώφρονα καί θεοσεβῆ ἄνδρα, κατέστησεν ὁ φρούραρχος Γκούρας ὡς ἀντιφρούραρχον τοῦ κάστρου τῶν Ἀθηνῶν. Τήν 1ην Ἰανουαρίου 1823 διωρίσθη ὡς ἐπιστάτης τῆς δημοσίας τάξεως (Πολιτάρχης) εἰς Ἀθήνας, ὅπου λαμβάνει μέτρα κατά τῆς ὁπλοφορίας, ὑπέρ τῆς ἀσφαλείας τῶν πολιτῶν καί ὑπέρ τῶν δημοσίων ἠθῶν. Εἶναι εἰς ἐπικοινωνίαν μέ τόν φρούραρχον τῆς Ἀκροπόλεως, τόν Γκούραν καί μέ τόν ἀρχιστράτηγον τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος, τόν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσον. Ἀργότερον, ὁ δίκαιος καί μέγας πατριώτης Μακρυγιάννης ἐπέκρινεν τάς ἀδικίας καί ἁρπαγάς τοῦ Ἀνδρούτσου καί Γκούρα καί οὕτως περιέρχεται εἰς ψυχρότητα πρός τόν Γκούραν. Ὁ θεοπρεπής Μακρυγιάννης, ὡς ἀπολύτως ἄλλος χαρακτήρ ἐξ ἀμφοτέρων τούτων, δέν εἶχεν πάντοτε ἰδιαιτέρως καλάς σχέσεις μαζί των.  

Περί τά τέλη Μαΐου ἤ ἀρχάς Ἰουνίου 1823, ὁ Μακρυγιάννης πηγαίνει μέ ἑκατόν πεντήκοντα (150) ἄνδρας εἰς τήν Σαλαμῖνα. Ἐκεῖ ἐσυναντήθη μέ τόν Νικηταρᾶν καί ἐκστρατεύουν εἰς Ρούμελην ὅπου συναντοῦν τόν Ἀνδροῦτσον. Λαμβάνει οὗτος μέρος είς τήν μάχην εἰς Βελίτσαν (Ἄνω Τιθορέα) εἰς τούς πρόποδες τοῦ Παρνασσοῦ, τόν Ἰούνιον τοῦ 1823. Κατόπιν, εἰς τήν μάχην εἰς Πέτραν (Βοιωτίας), τόν Αὔγουστον τοῦ 1823 καί ἐπανῆλθε καί πάλιν εἰς Σαλαμῖνα. Κατόπιν μεταβαίνει μετά τοῦ Νικηταρᾶ εἰς Κόρινθον ὡς ἀπεσταλμένος τῆς Κυβερνήσεως (Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη), ὥστε νά καταλάβουν τό κάστρον τῆς Ἀκροκορίνθου ὅπου ηὑρίσκοντο οἱ Τοῦρκοι, ἀλλά τό σχέδιον ἀπέτυχεν. Οὕτως, ὁ Μακρυγιάννης ἐπανῆλθεν εἰς Σαλαμῖνα καί ἐν συνεχείᾳ μετέβη εἰς Ἀθήνας. Κατόπιν ταραχῆς κατά τῆς Κυβερνήσεως εἰς Σαλαμῖνα, ὁ Ἀνδροῦτσος ἀποστέλει τόν Μακρυγιάννην πρός βοήθειαν τῶν ταραξιῶν, ἀλλ’ ὁ Μακρυγιάννης καθησύχασε τήν ἐξέγερσιν ὑπέρ τῆς Κυβερνήσεως καί διά τοῦτο δυσηρέστησε τόν Ἀνδροῦτσον.

Ὁ Μακρυγιάννης παραλαβών τούς ἄνδρας του καί ἄλλους ἐκ τῶν ἀνδρῶν τοῦ Γκούρα καί τοῦ Ἀνδρούτσου, διά πλοίου ἐκ Πειραιῶς μεταβαίνει εἰς Πιάδαν (Νέαν Ἐπίδαυρον) τῆς Πελοποννήσου, τήν 25ην Ὀκτωβρίου 1823. Μετά τό πέρας τῆς ἀνταρσίας εἰς Πελοπόννησον, ὁ Μακρυγιάννης μετέβαινε καί συνεκλείετο μετά τῶν πολιορκουμένων ὑπό τοῦ Ἰμπραήμ εἰς τό Νεόκαστρον, ὅπου τόν ἐκάλη ἡ ἰδία ἐθνική αὐτοῦ συνείδησις. Κατόπιν τῆς πρώτης ἀνταρτικῆς περιόδου, Μάρτιον 1824, ὁ Μακρυγιάννης ἐτιμήθη διά τοῦ βαθμοῦ τοῦ χιλιάρχου καί ἔπειτα τοῦ ἀντιστρατήγου. Ἀπειλουμένης τῆς Ὕδρας ὑπό τῶν ἐχθρικῶν στόλων, ὁ Μακρυγιάννης μετέβη εἰς αὐτήν κατά διαταγήν τῆς Κυβερνήσεως Γεωργίου Κουντουριώτη (11/10/1824-14/4/1827) μετά σὠματος στρατιωτῶν καί διέμεινεν ἐκεῖ ἀπό τόν Ἰούλιον ἕως τόν Ὀκτώβριον τοῦ 1824. Βραδύτερον, ἐπανελθών εἰς Ναύπλιον εὑρίσκει ἐν ἐξελίξει τἠν ἀνταρσίαν. Διετάχθη τότε νά ἐκστρατεύσῃ εἰς Τριφυλίαν τῆς Ἀρκαδίας πρός καταστολήν τῶν ἀνταρτῶν καί ὁ λαός τῆς περιοχῆς ἠγάπησεν τοῦτον καί τιμῶντες τήν ἀρετήν αὐτοῦ ἐζήτησαν ὑπό τῆς Κυβερνήσεως τοῦτον ὡς πολιτάρχην των.

Τόν Νοέμβριον τοῦ 1824 ἐπανέρχεται ὁ Μακρυγιάννης εἰς Ναύπλιον, ἀλλά ἡ ἐνίσχυσις τῶν ἀνταρτῶν εἰς Πελοπόννησον ηὐξήθη καί διετάχθη νά μεταβῇ εἰς Ἀθήνας καί μέ τόν Γκούραν καί ἄλλα στρατεύματα νά μεταβοῦν εἰς τήν ἐπαναστατημένην χώραν. Προεβιβάσθη δέ οὗτος εἰς τόν βαθμόν τοῦ στρατηγοῦ ὑπό τοῦ προέδρου τοῦ Ἐκτελεστικοῦ τόν Γεώργιον Κουντουριώτην (5/1/1824-17/4/1826). Μᾶς λέγει δέ ὁ ἴδιος διά τήν τελευταίαν αὐτήν φάσιν τοῦ ἐμφυλίου καί κατακρίνει τήν φιλάρπαγον διάθεσιν τῶν εἰσβαλόντων ρουμελιωτικῶν στρατευμάτων καί διά τήν ἐμπάθειαν τῶν ὁμοφρόνων πολιτικῶν. Κατακρίνει καί τό πλιάτσικο τῶν ἀνδρῶν του, τῶν ὁποίων ἡ διαγωγή των, ὡς λέγει, «ἦταν θάνατος γιά μένα». Ὁ φιλόπατρις Μακρυγιάννης δέν ἔλαβεν ποτέ καμμίαν οἰκονομικήν ὠφέλειαν ἀπό τήν πτωχήν πατρίδα, πλήν τόν βαθμόν τοῦ στρατηγοῦ, διά τοῦ ὁποίου ἡ Κυβέρνησις δικαίως ἀντήμειψε τοῦτον.

Μέ τήν πάροδον τοῦ χρόνου καί τῆς μείζονος ἐμπειρίας του καθίσταται ὁ Μακρυγιάννης σοφώτερος, περισσότερον ἀνδρεῖος καί ἄφοβος ὡς πρός τούς κινδύνους. Ὁ δέ ζῆλός του πρός τήν πατρίδα καί ἡ βαθεία πίστις του ἔμψυχώνει τόν νεαρόν στρατηγόν ἀκόμη περισσότερον. Ὁ ζῆλος οὗτος αὐξάνει ἀπό τήν πολιορκίαν τοῦ Νεοκάστρου εἰς τήν μάχην τῶν Μύλων καί ἀποκορυφοῦται εἰς τήν πολιορκίαν τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν καί τήν ἐκστρατείαν τοῦ Πειραιῶς. Τά τέσσαρα αὐτά ἔνδοξα γεγονότα κατά τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821 ἀποτελοῦν τήν δόξαν καί τήν τιμήν ὁλοκλήρου τοῦ βίου τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Τό πόστο (στρατηγικόν σημεῖον) τοῦ γενναίου στρατιωτικοῦ ἦτο ἀδύνατον νά τό κερδίσῃ ὁ ἐχθρός, ὡς συνέβει καί ἔξω τοῦ Παλαιοῦ Ναβαρίνου.  

Κατά παράκλησιν τῶν κατοίκων τῆς ἐπαρχίας Ἀρκαδίας καί κατά διαταγήν τῆς Κυβερνήσεως μετέβη ὁ Μακρυγιάννης ἐκεῖ τόν Μάρτιον τοῦ 1825. Διαμένων ἐκεῖ προσεκλήθη παρά τῶν ἐν Νεοκάστρῳ πολιορκουμένων εἰς βοήθειαν. Μετέβη οὗτος εἰς Νεόκαστρον καί κατόπιν εἰς Παλαιόν Ναβαρῖνον, ὅπου παρέμεινεν μαχόμενος ἐπί ἑπτά ἡμέρας, ἄνευ ἐπισήμου διαταγῆς. Ἔλαβε δέ μέρος εἰς τήν πολιορκίαν τοῦ Νεοκάστρου (Πύλου) τόν Μάϊον τοῦ 1825˙  ἔπειτα εἰσῆλθεν ἐντός τοῦ Νεοκάστρου καί παρέμεινεν ἐκεῖ ἕως τῆς παραδόσεως τοῦ φρουρίου (11 Μαΐου 1825). Ὅταν εἰσῆλθεν εἰς Νεόκαστρον ἠγόρασεν ἐξ ἰδίων πολεμοφόδια διά τό σῶμα αὐτοῦ καί ἐπλήρωσεν τούς μισθούς τῶν στρατιωτῶν του δανεισθείς χρήματα. Μετά τήν ἐκ Νεοκάστρου ἔξοδον, ὁ Μακρυγιάννης διέμεινεν διά μερικάς ἡμέρας εἰς Καλαμάταν καί κατόπιν μετέβη εἰς Τρίπολιν καί ἐν συνεχείᾳ ἐπῆγεν είς Ναύπλιον. Ἐκ Ναυπλίου ἐξεστράτευσεν πάλιν εἰς Τρίπολιν συνοδεύων τόν ὑπουργόν τοῦ Πολέμου Ἀνδρέαν Μεταξᾶν. Μετά τήν ἅλωσιν τῆς Τριπόλεως ὑπό τοῦ Ἰμπραήμ ἐπέστρεψεν ὁ μέν Μεταξᾶς εἰς Ναύπλιον καί ὁ δέ Μακρυγιάννης ἐστάθη εἰς Μύλους, τούς λεγομένους «Ἀφεντικούς», ἀντίκρυ τοῦ Ναυπλίου, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀπολύτως ἀνοχύρωτοι. Ὁ Μακρυγιάννης προσεπάθησε νά ὀχυρώσῃ τούς Μύλους, πρό τῆς μάχης ἐκεῖ, καθ’ ὅτι εἶχον ἐνταῦθα μεγάλας άποθήκας σίτου καί ἀλεύρου ἐκ τῶν ὁποίων ἐτρέφετο τό Ναύπλιον.

Ὡς προανηνέχθη ἠκολούθησε δι’ ἐπισήμου διαταγῆς, ἡ μετάβασις τοῦ Μακρυγιάννη εἰς τήν Ὕδραν ἀπό τόν Ἰούλιον ἕως τόν Ὀκτώβιον τοῦ 1824 καί κατόπιν εἰς τήν Τριφυλίαν Ἀρκαδίας ἀπό τόν Ὀκτώβριον τοῦ 1824 ἕως τόν Μάρτιον τοῦ 1825. Λαμβάνει μέρος εἰς τήν μάχην τῶν Μύλων Ἀργολίδος κατά τοῦ Ἰμπραήμ, τήν 11ην-12ην Ἰουνίου 1825. Εἰς τήν ἐν Μύλοις μάχην ἐτραυματίσθη σοβαρώτατα ὁ Μακρυγιάννης εἰς τόν δεξιόν βραχίονα καί μόνον δύο (2) ἐφονεύθησαν ἐκ τοῦ σώματος τούτου. Μετά τήν μάχην τῶν Μύλων, ὁ Μακρυγιάννης διέμεινεν εἰς Ναύπλιον ἕως τῆς 20ης Ἰουνίου 1825, ἀλλά λόγῳ τῆς ἐπιδεινώσεως τοῦ τραύματός του μετέβη εἰς Ἀθήνας. Ἐκεῖ συνεζεύχθη τήν θυγατέρα τοῦ Ἀθηναίου Γεωργαντᾶ Σκουζέ, τήν Αἰκατερίνην, τήν 27ην Δεκεμβρίου 1825. Κατ’ ἀπαίτησιν τῶν Ὑδραίων καί διά διαταγῆς τῆς Κυβερνήσεως ὁ Μακρυγιάννης πηγαίνει ἐκ νέου εἰς τήν Ὕδραν, ἐπί κεφαλῆς σώματος διά τήν προστασίαν τῶν κατοίκων ἀπό τάς θαλασσίας δυνάμεις τῶν Τούρκων, ἀπό τόν Σεπτέμβριον ἕως τόν Δεκέμβριον τοῦ 1825.  Εἰς τήν Ὕδραν ἠναγκάσθη καί πάλιν νά πληρώσῃ τούς στρατιώτας του ἐξ ἰδίων, ὥστε νά ἀποφευχθῇ ἡ λεηλασία τῆς νήσου ὑπό τῶν ἀτάκτων, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχον πληρωθῆ ὑπό τῆς Κυβερνήσεως. Ἐπιστρέψας ἐξ Ὕδρας εἰς Ναύπλιον ἐξηντλημένος καί ἄνευ ὑπομονῆς ἐκ τῶν ἀτασθαλιῶν τῶν ἀτάκτων «πέταξε τόν βαθμόν του καί διέλυσε τό σῶμα του». Ἀπῆλθε τότε εἰς Ἀθήνας καί κατετάχθη εἰς τόν Τακτικόν καί ἐγυμνάζετο ὡς ἁπλοῦς στρατιώτης, καθ’ ὅτι εἶχεν ἐννοήση πλήρως τήν ἀξίαν τῆς τάξεως, ὑπακοῆς καί πειθαρχίας τοῦ στρατοῦ.

 Ὁ Κιουταχῆς προσήγγισεν εἰς Ἀθήνας καί ἡ ἄμυνα τῆς πόλεως προσεκάλει τόν Μακρυγιάννην. Ὁ Γκούρας ἦτο ὑπέρ τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς πόλεως, ἀλλ’ οἱ Ἀθηναῖοι ἦσαν ὑπέρ τῆς παραμονῆς των εἰς αὐτήν. Ἐν συνεχείᾳ, ὁ προστάτης τῆς πόλεως, Ἰωάννης Μακρυγιάννης, ἀποδέχεται τήν πρόσκλησιν καί συμμετέχει εἰς τήν πολιορκίαν τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἄνευ διαταγῆς, ἁπλῶς διά τό συμφέρον τῆς πατρίδος, τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1826. Κατά τήν πολιορκίαν τῆς πόλεως, ὁ Μακρυγιάννης ἦτο μετά δύο ἄλλων Ἀθηναίων ἐπιστάτης ἐπί τῆς ἀσφαλείας τοῦ τείχους. Ὁ Μακρυγιάννης κατέλαβεν θέσιν ἐκτός Ἀκροπόλεως, εἰς τό Διονυσιακόν Θέατρον˙ εἶχε δέ οὗτος ἀγοράσει, ἐξ ἰδίας δαπάνης, τά ἀναγκαῖα τρόφιμα διά τήν συντήρησιν τῶν ἀγωνιστῶν του. Ἐκτός τοῦ συνεχοῦς πολέμου, ὁ Μακρυγιάννης μαζί μέ τόν Κώστα Λαγουμιτζῆ ἔπρεπε νά κατασκευάζουν ὀχυρώματα, διά τά ὁποῖα οἱ Ἀθηναῖοι ἔσκαπτον νυχθημερόν.

Κατόπιν τοῦ θανάτου τοῦ Γκούρα, ὁ Μακρυγιάννης διωρίσθη ὑπό τῆς φρουρᾶς «Πολιτάρχης τοῦ Κάστρου», ὑπεύθυνος διά τήν ἐσωτερικήν τάξιν καί τήν ἀσφάλειαν, καθ’ ὡς καί διά τήν διανομήν τοῦ ὕδατος. Τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1826 ἐκλήθη διά τήν φύλαξιν τῆς πολιορκουμένης Ἀκροπόλεως εἰς «τίς καμάρες τοῦ Σερπετζέ», εἰς τό Ὠδεῖον Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ. Ἡ ἄμυνα τοῦ Σερπετζέ εἶναι «τό ἐντιμότατον καί ἐνδοξότατον ἔργον παντός τοῦ στρατιωτικοῦ βίου τοῦ Μακρυγιάννη». Ὅπου ἐγένετο ἔξοδος τῆς φρουρᾶς τῆς Ἀκροπόλεως, παρόν ἦτο καί ὁ Μακρυγιάννης˙ καί μέ σημαντικάς ἐπιχειρήσεις ἔξω τοῦ Σερπετζέ τήν 13ην καί 19ην Σεπτεμβρίου 1826, ἀλλά καί μέ ἐπανειλημμένας ἄλλας δυναμικάς ἐξορμήσεις κατά τῶν ἐπιτιθεμένων ἐχθρῶν, ἀπό τό στρατόπεδον τοῦ Κιουταχῆ εἰς τά Πατήσια.

Τήν 7ην Ὀκτωβρίου 1826, ἔλαβε χώρα μία σφοδρή ἔφοδος τῶν Τούρκων κατά τοῦ Σερπετζέ καί συνήφθη μία λυσσώδης ἐκ τοῦ πλησίον συμπλοκή, ὅπου ὁ Μακρυγιάννης ἐπληγώθη τρεῖς φοράς, ἀλλ’ ἔσωσε τήν Ἀκρόπολιν. Τά τραύματά του ἦσαν, ἕν κατά τόν λαιμόν καί δύο ἐπί τῆς κεφαλῆς, ἐκ τῶν ὁποίων τό ἕν ἦτο βαρύτατον καί οὐδέποτε ἰάθη καί κατέστησε τόν ὑπόλοιπον βίον αὐτοῦ μαρτυρικόν. Παρ’ ὅλον τόν βαρέως τραυματισμόν του δέν ἐγκατέλειψεν τόν ἀγῶνα. Ὁ Μακρυγιάννης ἀνέδειξε καί πάλιν τάς στρατιωτικάς του ἱκανότητας καί τάς μεγάλας ἀρετάς του, ὅπως ἀφοβίαν, ἡρωϊσμόν, ἑτοιμότητα, ὀξείαν ἀντίληψιν τοῦ κινδύνου, πεῖσμα ἀλύγιστον καί ἀφοσίωσιν πρός τό καθῆκον, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν πίστιν του εἰς τόν Θεόν καί τόν μέγαν αὐτοῦ πατριωτισμόν. Τήν 17ην Νοεμβρίου 1826, ἐξῆλθεν τῆς Ἀκροπόλεως ὁ Μακρυγιάννης καί εἰσῆλθεν εἰς ταύτην ὁ Φαβιέρος.

Ὁ Μακρυγιάννης ἐπεδόθη τώρα εἰς τήν παρασκευήν τῆς εἰς Πειραιᾶ ἐκστρατείας ὑπό τόν Ἄγγλον Γόρδωνα. Τήν 24ην Ἰανουαρίου, πρῶτος ὁ Μακρυγιάννης, διοικῶν σῶμα Ἀθηναίων καί ἐκ τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, τό πολυαριθμότατον ὅσων ποτέ εἶχεν οὗτος, βαδίζει πρός τόν Πειραιᾶ. Λαμβάνει τοῦτο χώραν εἰς τήν μάχην ἐπί τοῦ λόφου τῆς Καστέλλας, καθ’ ἥν ὁ Μακρυγιάννης διέπρεψεν μέ τήν γενναιότητά του καί τό θάρρος του. Ὁ Γόρδων παρητήθη ἀπό τό ἀξίωμα του καί ἡ ἀναχώρησις ἀργότερα ἐδημιούργησε μερικάς δυσχερείας, ἀλλ’ ἡ ἄφιξις τοῦ Καραϊσκάκη μετά τῶν στρατευμάτων αὐτοῦ ἐπέφερε ταχεῖαν πρόοδον εἰς τήν ἐκστρατείαν τοῦ Πειραιῶς. Ὁ Μακρυγιάννης ἀπολαμβάνει ἰδιαιτέρας ἐκτιμήσεως ἀπό τόν γενικόν ἀρχηγόν, τόν Γεώργιον Καραϊσκάκην. Δυστυχῶς, μέ τόν θάνατον τοῦ Καραϊσκάκη, εἰς τό Φάληρον τήν 23ην Ἀπριλίου 1827, ἡ ἐκστρατεία δέν ἔχει πλέον τήν ἰδίαν ἐπιτυχίαν. Τό στρατόπεδον εἰς τόν Πειραιᾶ διαλύεται καί ὁ Μακρυγιάννης ἀσχολεῖται μέ νέα σχέδια ἐκστρατειῶν, τά ὁποῖα διέκοψεν ἡ ἄφιξις τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια.   

Γ΄. Ἡ Πολιτική Κατάστασις τοῦ Νέου Κράτους

Ὁ Μακρυγιάννης ἦτο ὑπέρ τῆς ἑκάστοτε Κυβερνήσεως διότι ἦτο οὗτος ὑπέρ τῆς κυβερνιτικῆς τάξεως εἰς τήν χώραν, ἄνευ ἐμπαθείας πρός τούς ἀντιπάλους καί ἄνευ ἰδίου συμφέροντος, ἀλλά προσέφερεν τάς ὑπηρεσίας του πρός τήν Κυβέρνησιν, ἄνευ φιλοκερδείας, ἄνευ ἀρπαγῆς, ἄνευ βίας καί καταπιέσεων καθ’ ὅλον τόν βίον του. Ἦτο ὁ εὐγενέστατος μεταξύ τῶν Ρουμελιωτῶν στρατιωτικῶν. Κατά τά τελευταῖα ἔτη, τά κρισιμώτατα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, 1825-1827, τά Ρουμελιώτικα στρατεύματα ἀνεδείχθησαν ἀπαράμιλλα ἄν καί πάμπτωχοι καί ἄνευ μισθῶν οἱ (μισθοφόροι) στρατιῶται των. Δύο μεγάλα κόμματα (τό Ἀγγλικόν καί τό Γαλλικόν, ἀλλά καί τό Ρωσικόν, ὡς τρίτον κόμμα) ἠγωνἰζοντο περί κατοχῆς τῆς ἐξουσίας. «Δέν ἤξερε κανείς τί νά κάμῃ ... Ἤμουν ἄμαθος ἀπό τέτοια», λέγει ὁ ἴδιος ὁ Μακρυγιάννης. Τόν Μακρυγιάννην τόν ἐνδιέφερεν μόνον ἡ σωτηρία τῆς πατρίδος καί ἡ ἀποτροπή τῶν ἐμφυλίων σπαραγμῶν, οἱ ὁποῖοι θανασίμως ἔπληξαν πολλάκις τήν Ἐπανάστασιν. Ἐξετέλει οὗτος τάς διαταγάς τῆς Κυβερνήσεως μαχόμενος κατά τῶν ἐντοπίων ἀνταρτῶν καί κατά τῶν ἀλλογενῶν Τούρκων πάντοτε διά τήν ὠφέλειαν τῆς πατρίδος.

Μέ τήν ἄφιξιν τοῦ Κυβερνήτου, Ἰωάννου Καποδίστρια (26 Ἰανουαρίου 1828), ὁ Μακρυγιάννης διωρίσθη Ἀρχηγός τῆς Ἐκτελεστικῆς δυνάμεως τῆς Πελοποννήσου (ἀπό τάς ἀρχάς τοῦ 1828 ἕως τόν Μάϊον τοῦ 1830). Ὁ Μακρυγιάννης διεκρίθη ἐν τῇ θέσει ταύτη, ἀλλά δέν εὐηρέστη τελείως τήν Κυβέρνησιν, διότι συνέβαινε νά προσκρούωσιν αἱ πράξεις αὐτοῦ πρός τάς διαθέσεις φίλων τινῶν αὐτῆς καί παλαιῶν ἐχθρῶν τοῦ Μακρυγιάννη. Ἄν καί ἠγάπα ὁ Μακρυγιάννης τόν Καποδίστριαν, πολλάς φοράς ηὑρίσκετο εἰς ψυχρότητα πρός αὐτόν, λόγῳ τῆς εὐνοίας τοῦ Καποδίστρια πρός τούς ἐχθρούς τοῦ Μακρυγιάννη καί ἀποδίδων τήν δυσμένειαν εἰς ραδιουργίας. Ἡ δυσμένεια αὕτη ηὔξησεν ἕνεκα τῆς διαγωγῆς τοῦ Μακρυγιάννη, πληρεξουσίου ὄντος τῆς Ἄρτης, ἐν τῇ Τρίτη Ἐθνικῇ Συνελεύσει τῆς Τροιζήνας (Πόρου) τήν 14ην Ἀπριλίου 1827, καί ἐν τῇ Τετάρτῃ Ἐθνικῇ Συνελεύσει ἐν Ἄργει, ἀπό τήν 11ην Ἰουλίου ἕως τήν 6ην Αὐγούστου 1829, ἐν ᾗ ὡμίλησεν ἀντιθέτως πρός τήν γνώμην καί ἐπιθυμίαν τοῦ Κυβερνήτου, μέ τό νά προτείνῃ τήν κατάργησιν τῶν στρατιωτικῶν πληρεξουσίων. Τήν 27ην Σεπτεμβρίου 1831, ἡ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια λαμβάνει χώραν.

Ἐδῶ περίπου χρονικά (1831) λήγει τό στρατιωτικόν στάδιον τοῦ μεγάλου καί θεοσεβοῦς ἥρωος, Ἰωάννου Μακρυγιάννη. Ἐπί τῆς Βασιλείας τοῦ Ὄθωνος, κατόπιν τοῦ 1833, ὑπηρέτησεν καί πάλιν ὡς ἀξιωματικός, ἀλλά δέν συμμετεῖχε εἰς ἐκστρατείας, πλήν ἅπαξ μόνον πρός καταστολήν ἀνταρσίας. Ἐνήργη δέ πάντοτε δρῶν κατά πᾶσαν στρατιωτικήν μυστικήν προσπάθειαν  καί προπαρασκευήν ὑπέρ τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων τῆς Θεσσαλίας καί τῆς Κρήτης τῷ 1841. Σωματικῶς, ὁ  Μακρυγιάννης ἦτο τώρα πλέον ἀνάπηρος ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν πληγῶν του συνεχίζων καί συμμετέχων ἐπί εἴκοσι συναπτά ἔτη ἀγώνων καί πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων. Τά βαρέα τραύματα ἐπί τῆς κεφαλῆς, πολεμῶν κατά τῶν Τούρκων παρά τήν Ἀκρόπολιν τῶν Ἀθηνῶν καί πλῆθος ἄλλων πληγῶν τόν ἐκράτουν ἀσθενῆ. Ἕως τό 1822, τετράκις εἶχεν ἀσθενήση λίαν σοβαρῶς. Ἐν Πειραιεῖ ἐμάχετο ἔχων ὅλον σχεδόν τό σῶμα του ἐντός ἐπιδέσμων. Ἡ κεφαλή του, ἡ δεξιά χείρ καί ἡ ὀσφρύς του ἦσαν συντετριμμέναι.

Ὁ Μακρυγιάννης ὑπῆρξεν ὁ κατ’ ἐξοχήν ἀνδρεῖος, ἀξιοπρεπής καί θεοσεβής στρατηγός τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος τῆς Ἀπελευθερώσεως τῆς Ἑλλάδος. Αὐτό γράφουν ἅπαντες οἱ ξένοι ἀντικειμενικοί συγγραφεῖς τῆς περιόδου ταύτης. Διεκρίθη διά τήν πειθαρχίαν, τήν ὁποίαν διετήρει διά τούς ἄνδρας του. Ἐξεκίνησεν τόν ἀγῶνα ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος μέ δέκα ὀκτώ (18) ἄνδρας καί ἔφθασεν κατά τήν ἐκστατείαν τοῦ Πειραιῶς (1827) νά διοικῇ τό μεγαλύτερον στρατιωτικόν σῶμα. Οὐδέποτε ἐπέτρεψεν εἰς τούς ἄνδρας του παρεκτροπάς κατ’ ἀόπλων χωρικῶν καί λεηλασίας. Ὁ ἴδιος δέ οὐδέποτε ἠθέλησε νά ὠφεληθῇ ἐκ τῆς θέσεως αὐτοῦ καί τῆς δυνάμεως του νά πλουτήσῃ, ὡς συνέβαινε μέ ἄλλους προεστούς (κοτζαμπάσηδες), ὁπλαρχηγούς καί πολιτικούς. Κατά τούς ἐμφυλίους πολέμους τοῦ 1823-1824, ὁ Μακρυγιάννης ἔμεινεν ἁγνός ἀπό τοῦ ρύπου τῶν ἁρπαγῶν καί λεηλασιῶν. Ὁ στρατός ἦτο μισθοφορικός καί οἱ ὁπλαρχηγοί προσέλκιον στρατιώτας μόνον μέ ὑψηλούς μισθούς καί μέ τάς λεηλασίας, τάς ὁποίας τούς ἐπέτρεπτον νά κάμνουν. Ὁ Μκρυγιάννης δέν ἐπέτρεπεν λεηλασίας εἰς τούς στρατιώτας του, ἀλλά κατηνάλωνε τά χρήματά του διά τούς ἄνδρας του καί κατόπιν ἠρκοῦτο μόνον εἰς τόν δημόσιον μισθόν. Οἱ στρατιωτικοί ἤθελον εἰς τό τέλος τοῦ μηνός τούς μισθούς των, ἄλλως ἐστασίαζον ἤ ἐλιποτάκτουν ἤ ἐπήγαινον μέ ἄλλον ἀρχηγόν ἤ ἀκόμη χεῖρον, ἐπήγαινον μέ τούς ἀντιπάλους (τούς Τούρκους). Ἡ Κυβέρνησις, δυστυχῶς, δέν ἠδύνατο νά πληρώσῃ τάς δαπάνας τῶν διαφόρων ἐκστρατειῶν. Διένεμεν αὕτη μόνον ὑποσχέσεις, ἐπαίνους καί βαθμούς πρός τούς ὁπλαρχηγούς, ἀφήνουσα εἰς αὐτούς τήν φροντίδα τῆς συντηρήσεως τῶν πτωχῶν, πειναλέων καί ἡμιγύμνων στρατιωτῶν. Διά τοῦτο καί οἱ στρατιῶται προκειμένου περί μισθῶν καί σιτηρεσίων δέν ἐγνώριζον Κυβέρνησιν, ἀλλά μόνον Καπετάνιον.

Ὁ Μακρυγιάννης εἶχεν νά ἀντιπαλέσῃ κατά πολλῶν δυσχερειῶν ὥστε νά ἐκπληρώσῃ τά πρός τήν πατρίδα ἱερά του χρέη. Ἡ Κυβέρνησις παρέβλεπε τόν Μακρυγιάννην διότι ἐγνώριζε τόν μέγαν πατριωτισμόν του καί οὕτως, ἦτο ἀδύνατον νά ἐπιβληθῇ καί νά ζητήσῃ χρήματα. Τό μέχρι τέλους τῆς Ἐπαναστάσεως ὀφειλόμενον εἰς αὐτόν μέγα χρηματικόν ποσόν ἐκ τῶν διαφόρων ἐκστρατειῶν, τό ἐχάρισεν εἰς τό Ἔθνος τῷ 1833 ὁ φιλόπατρις καί μέγας οὗτος ἀνήρ.    Ὁ Μακρυγιάννης ἐστρατολόγει ἄνδρας ἐξ Ἀθηνῶν, Στερεᾶς καί Ἠπείρου. Τούς ἀναξίους στρατιώτας τούς ἀπέβαλε καί οὕτως, τό σῶμά του καθίστατο τό ἐκλεκτότερον πάντων καί τό πλέον ἀφωσιωμένον εἰς τόν στρατηγόν, ὁ ὁποῖος τούς ἠγάπα καί τούς ἐπροστάτευεν. Τούς μέν φονευθέντας πάντοτε ἐθρήνησε καί οὐδέποτε ἐλησμόνησε τούτους καί τάς αὐτῶν οἰκογενείας, στερῶν ἑαυτόν καί τήν οἰκογένειάν του.

Τήν ἡμέραν τῆς ἀφίξεως τοῦ Ὄθωνος  (25 Ἰανουαρίου/6 Φεβρουαρίου 1833) τήν χαρακτηρίζει ὁ Μακρυγιάννης ὡς ἡμέραν ἀναγγενήσεως καί ἀναστάσεως τῆς Ἑλλάδος. Μετά τόν θάνατον τοῦ Καποδίστρια (27/9/1831) αἱ ἀνωμαλίαι τῆς χώρας ἦσαν πολύ μεγάλαι, ὥστε ἅπαντες εἶχον ἀποκάμει ἀπό τούς ἐμφυλίους σπαραγμούς καί διαιρέσεις.  Τώρα ἤρχισαν νά ἐλπίζουν εἰς τήν νέαν ἱστορικήν περίοδον τῆς Βασιλείας εἰς τήν τάξιν καί γαλήνην.  Ἀλλά τό ἔτος 1832 ἀπεδείχθη τό χείριστον τῆς νέας Ἑλληνικῆς Ἱστορίας˙ μία περίοδος ἄνευ κυβερνήσεως μέ μίαν Διοικητικήν Ἐπιτροπήν ὑπό τοῦ Γεωργίου Κουντουριώτη (28/3/1832-25/1/1833), ἡ ὁποία προσεπάθη νά θρέψῃ τάς διαλυθέντας χιλιαρχίας τοῦ Καποδίστρια, μέ τούς λιμώττοντας ἀτάκτους, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἀπομείνει ἄνεργοι καί ἄνευ πόρων. Δυστυχῶς, ἡ Ἑλλάς παρίστατο τότε εἰς τήν Εὐρώπην ὡς χώρα πάσης ἀναρχείας καί ἀταξίας. Ἡ μετά τοῦ Ὄθωνος Ἀντιβασιλεία εἶχεν τήν ἰδίαν γνώμην διά τούς Ἕλληνας καί ἤλπιζε νά ἐπιβληθῇ διά τῆς δυνάμεως τοῦ Βαυαρικοῦ στρατοῦ, τόν ὁποῖον ἔφεραν εἰς τήν χώραν. Τώρα ἀρχίζουν τά πραγματικά δεινά τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν. Ἡ Ἑλλάς εἶχεν συνάψει δάνειον, ἀλλά ἀντί νά ὀργανώσῃ τόν νέον Ἑλληνικόν στρατόν μέ τοῦτον, ἐχρησιμοποίησεν τά χρήματα ταῦτα διά τήν συντήρησιν τοῦ ξενικοῦ στρατεύματος. Ἡ νέα κυβέρνησις διά τοῦ ξένου στρατεύματος ἐπέβαλε τήν βίαν καί ἐξεδίωξεν τούς δυστυχεῖς ἀτάκτους ἐκτός τῆς χώρας.

Ὁλόκληρος ἡ ἀπό τό 1833 ἕως τό 1848 ἱστορία τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνος ἀποτελεῖ διαδοχήν συνομοσιῶν, στάσεων καί ἀνταρσιῶν προελθουσῶν κυρίως ἐκ στρατιωτικῶν δυσαρεσκειῶν. Τά ἐπαναστατικά κινήματα, τά ἐν Πελοποννήσῳ καί Στερεᾷ, τῆς περιόδου ταύτης καί τό Σύνταγμα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ἦσαν ἔργα παλαιῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Τά γεγονότα ταῦτα διετάραξαν καί ἀνέκοψαν ἐπί δεκαετίας τήν ἤρεμον διαβίωσιν τῶν Ἑλλήνων, τήν οὐσιαστικήν ἀνάπτυξιν καί τήν ἀληθῆ πρόδον τοῦ κράτους. Ὁ Μακρυγιάννης αἰσθάνεται ἀκριβῶς τό ἴδιο μέ τούς ἄλλους στρατιωτικούς, ὑπηρετήσαντος ἐξόχως τήν πατρίδα του ἐπί εἴκοσι καί πλέον ἔτη καί τώρα εἶναι ἀδικούμενος αὐτός καί ἅπαντες οἱ συνάδελφοί του, πενόμενοι, λιμώττοντες, παραβλεπόμενοι, ἀδικούμενοι καί ἐλεεινῶς τελευτῶντες. Οἱ στρατιωτικοί οὗτοι, κατά τόν Μακρυγιάννην, δέν ἐξεπλήρωσαν στρατιωτικήν ὑποχρέωσιν δι’ ὅρκον ἔναντι τῆς Κυβερνήσεως, ἀλλ’ ἐλευθέρᾳ συνειδήσει παρεῖχον τάς ὑπηρεσίας των πρός ἀπελευθέρωσιν τῆς πατρίδος των. Ἡ πρωτεύουσα νῦν ἐκ Ναυπλίου μετετέθη εἰς Ἀθήνας τήν 18ην Σεπτεμβρίου 1834. 

Ὁ Μακρυγιάννης ἀπέχει ἀπό τά πράγματα τοῦ κράτους ἀπό τό 1836 ἕως τό 1840 μέ ἀπεριόριστον ἄδειαν, λόγῳ τῶν προβλημάτων τῆς ὑγείας του. Ἠσχολεῖτο μέ τήν κατασκευήν εἰκονογραφιῶν ἀναφερομένων εἰς τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821, ὅπου ἐδαπάνησεν ἀρκετά χρήματα. Ἡ μεγάλη ἐπιθυμία τοῦ Μακρυγιάννη ἦτο ἡ εὐόδωσις τοῦ σκοποῦ τῆς Ἐπαναστάσεως τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843, καθ’ ὅτι ὑπῆρξεν ἐκ τῶν πρωτεργατῶν ταύτης, ὡς ἐκπροσωπῶν τήν ἐθνικήν συνείδησιν καί τό ἐθνικόν συμφέρον, τό διά τοῦ Συντάγματος ἐπιδιωχθέντος. Ἡ πολιτική διά τόν Μακρυγιάννη ἦτο ἄσκησις πατριωτισμοῦ καί οὐδέν ἄλλον σκοπόν εἶχεν. Ὡς ἦτο οὗτος ἁπλοῦς καί εὐθύς, οὕτως ἀπήτει καί παρά τῶν ἄλλων τό αὐτό. Ὁ Μακρυγιάννης δέν ἐγένετο καταληπτός ἀπό τούς μεροληπτικούς πολιτικούς καί καθίστατο ὀχληρός μέ τήν δικαίαν του ἀντιμετώπισιν πάντων τῶν προβλημάτων. Δέν κατενόει τήν ἀδικίαν καί δέν ἀνέχετο ταύτην, δέν ἐδέχετο τάς παρ’ ἀξίαν διακρίσεις, τήν ὀλιγωρίαν τοῦ δημοσίου συμφέροντος καί τάς καταχρήσεις, ἐξεδήλωνε τάς ἀντιθέσεις του καί οὕτως δυσηρέστει τούς ἰσχυρούς καί ἐποίει ἐχθρούς ἐπικινδύνους.

Ὁ Μακρυγιάννης ἐψέχθη ὑπό τινων συγχρόνων ἐφημερίδων ὡς αὐτοχθονικός (αὐτόχθων, γηγενής, ἰθαγενής, ἐντόπιος, «ἐθνικιστής»). Τό ζήτημα τοῦτο ἐγεννήθη ἐν τῇ Συνελεύσει, περί αὐτοχθόνων καί ἑτεροχθόνων, ἐξ ἀφορμῆς τῆς συζητήσεως περί τῶν δικαιωμάτων τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν. Ὁ Μακρυγιάννης ὡς πατριώτης καί ἔχων ἐν ἑαυτῷ τήν ἰδέαν τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος (τῆς Μεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ Βυζαντίου, τῆς Ρωμανίας), δέν ἦτο ἑτεροχθονιστής, ἀλλ’ ἁπλῶς δέν μετεῖχε τοῦ ξενηλατικοῦ πνεύματος (τῆς ξενομανείας) διά τούς ἔξωθεν ἐλθόντων, μετά τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821, Ἑλλήνων.  Ἤθελε ὁ πατριδοφύλακας οὗτος περιορισμούς τινας ἐν τοῖς δικαιώμασι καί τοῖς προνομίοις πρός τούς ξένους (π.χ. Καλαμαράδων, Φαναριωτῶν, Φραγκολεβαντίνων κ.λπ.). Κατ’ αὐτόν ὁ τίτλος τοῦ πολίτου Ἕλληνος εἶναι τιμή πρός αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐθυσιάσθησαν διά νά ἀναστήσουν τήν Ἑλλάδα καί νά τήν καταστίσουν πολιτείαν ἔνομον. 

Τήν 6ην Αὐγούστου 1844, ὁ Κωλέττης ἀνῆλθεν ἐπί τήν ἀρχήν διά τοῦ Μακρυγιάννη, μάτην ἐλπίσαντος ὅτι «ἴσως αὐτός ὁ διάβολος τώρα ὁποῦ γέρασε γένῃ ἄνθρωπος». Ὁ Κωλέττης θέλων νά άνταποδώσῃ τήν χάριν προέτεινε νά διορίσῃ τόν Μακρυγιάννην Γερουσιαστήν καί ὑπασπιστήν τοῦ βασιλέως, ἀλλ’ ὁ Μακρυγιάννης δέν ἐδέχθη. Τάχιστα δέ ἤρξατο καί ἡ ἀπογοήτευσις τοῦ Μακρυγιάννη ἐκ τῆς νέας ταύτης πολιτικῆς φιλίας. Ὁ Μακρυγιάννης ἐψυχράνθη πρός τόν Κωλέττην ἕνεκα τῶν ἐν τῇ πόλει διαπραττομένων κλοπῶν καί ἐνδιαφερόμενος οὗτος διά τούς πολίτας ἠναγκάσθη νά προσφύγῃ καί παραπονεθῇ εἰς τόν Βασιλέα. Ὁ Κωλέττης δυσηρεστήθη, ἀλλά δέν ἐφοβῆτο τόν Μακρυγιάννην, καθ’ ὅτι δέν ἦτο δυνατόν νά διορθώσῃ τήν κατάστασιν εἰς τήν πόλιν, διότι οἱ διαμένοντες λησταί καί ἄλλοι κακοποιοί ἐπροστατεύοντο ἀπό τούς ἰσχυρούς φίλους τοῦ Κωλέττη.   

Μετά τό 1845, ὁ Μακρυγιάννης ἐξέρχεται τῆς οἰκίας του σπανίως. Ἀσχολεῖται μέ τόν κῆπόν του, ὅσον αἱ πληγαί καί ὅλη του ἡ σωματική κατάστασις ἐπιτρέπουν τοῦτο. Ἔχει διαμορφώσει καταλλήλως τήν προσφιλῆ του σπηλιά καί διαμένει ἐκεῖ, διαμορφωθεῖσα ὡς ἀποθήκη καί τό πρόσθιον μέρος αὐτῆς τό καλογηρικόν κελλίον τοῦ γέροντος ἀγωνιστοῦ. Ἔμπροσθεν τῆς εἰσόδου ὑπάρχει κληματαριά καί γύρω ἀνθῶνας. Ὑπάρχει παραπλεύρως καί ἕτερον σπήλαιον, τό ὁποῖον προόριζε ὁ Μακρυγιάννης εἰς ναΐδριον ἑρημικόν πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, τοῦ προστάτου του. Ἐντός τῆς οἰκίας του εἶχε δωμάτιον, τό ὁποῖον εἶχεν μετασκευάσει εἰς προσκυνητήριον ἱερόν, πλῆρες εἰκόνων, εἰς τό ὁποῖον ἐκλείετο ἐπί πολλάς ὥρας νύκτα καί ἡμέραν προσευχόμενος. Ἡ παλαιά του εὐσέβεια ηὐξάνετο μέ τήν πάροδον τοῦ χρόνου καί μετά τόν θάνατον προσφιλεστάτων τέκνων του. Τό γειτονικόν ναΐδριον τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης (εἰς Πλάκαν) ἔχει ἰδίαις δαπάναις ἀνακαινίση, ἀλλά σπανίως πλέον ἐκκλησιάζεται εἰς αὐτό. Ἦτο ὀλιγαρκέστατος, μόλις διά λιτοῦ γεύματος τρεφόμενος, αὐστηρός καί πιστότατος τηρητής τῶν νηστειῶν καί καταλίσκων ἐλάχιστον οἶνον. Ἐπέβαλε εἰς τόν ἑαυτόν του μεγάλους θρησκευτικούς κανόνας μακρῶν προσευχῶν καί χιλιάδων γονυκλισιῶν καί μετανοιῶν.

Τά τραύματά του ἐσυνέχιζον νά τοῦ δημιουργοῦν μεγάλας δυσχερείας, πυρετόν καί καί ἄλλα προβλήματα ὑγείας. Αἱ ἑκούσιαι στερήσεις πολλαί, συνχέων τήν ἰδίαν δυστυχίαν μέ τήν τοιαύτην τῆς πατρίδος. Ἡ μέριμνά του διά τήν πατρίδα συνεχής καί τεραστία, διά τοῦτο ὀνομάζει ἑαυτόν «πατριδοφύλακα». Ἡ λέξις αὕτη δηλώνει τόν χαρακτῆρα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀγωνιστοῦ, ἥρωος καί θεοσεβῆ πατριώτη. Ὁ Μακρυγιάννης ὡς ὁ πλέον συντηρητικός φύλαξ τῶν συμφερόντων τοῦ κράτους, ἕνεκα τοῦ παρελθόντος αὐτοῦ ὡς ἀρχηγοῦ τῆς ὑπέρ τοῦ Συντάγματος «συνωμοσίας», ἐξελαμβάνετο ὡς ἄξιος νά ἀνατρέψῃ αὐτό τοῦτο τό κράτος καί αὐτήν ταύτην τήν βασιλικήν ἀρχήν. Οἱ φίλοι του τόν ἀπέφευγον, λόγῳ τῆς κυβερνητικῆς καί αὐλικῆς ταύτης δυσμενείας. Μόνον οἱ παλαιοί, οἱ ἐκ τῆς Ἐπαναστάσεως σύντροφοι καί συνπολεμισταί ἔμενον εἰς αὐτόν πραγματικά πιστοί διότι ἐγνώριζον ὄντως τόν μέγαν τοῦτον καλοκάγαθον πατριώτην καί πιστόν εἰς τόν Θεόν Ἕλληνα.     

Δ΄. Ἐπίλογος: Ἡ Ἐκδίωξις τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ 1821

Ἡ Κυβέρνησις θεωροῦσα τόν Μακρυγιάννην ὡς συνωμότην, ἐξωργίζετο μᾶλλον κατ’ αὐτοῦ. Ὁ Ὄθων, ἄν καί ἐγνώριζε τήν ἀγάπην τοῦ Μακρυγιάννη πρός τό πρόσωπόν του καί τόν σεβασμόν του πρός τήν βασιλικήν ἀρχήν, οὐδέποτε ὅμως συνεχώρησε τόν Ἀρχισυνωμότην τοῦ 1843, ὡς καί τούς ἄλλους πρωτουργούς τῆς Σεπτεμβριανῆς Ἐπαναστάσεως, Καλλέργην, Σκαρβέλην, κ.λπ. Ὁ Ὄθων ἐζήτησε τά ὀνόματα τῶν ὑπό τόν Ὅρκον τοῦ Συντάγματος ὑπογεγραμμένων «συνομοτῶν» καί ὁ Μακρυγιάννης ἠρνήθη νά δώσῃ ταῦτα.  Ἐπλάσθη κατά τοῦ Μακρυγιάννη ἔγκλημα καθοσιώσεως (ἐσχάτης προδοσίας) ὡς ἐπιβουλευθέντος τήν ζωήν τοῦ Ὄθωνος. Αἱ πρῶται ὑποψίαι ἐγενήθησαν κατά τόν Αὔγουστον ἤ Σεπτέμβριον τοῦ 1851. Βραδύτερον κατά μῆνα Ἰανουάριον 1852, αἱ ὑποψίαι αὗται μετεδόθησαν εἰς Ἀθήνας ὑπό τοῦ ταγματάρχου Β. Σκαλτσοδήμου ἐκ Λαμίας διά γράμματος πρός τόν ὑπουργόν τῶν Στραριωτικῶν, τόν Σπυρομίλιον,  Οἱ λόγοι οὗτοι παρέσυραν τήν τεταραγμένην Κυβέρνησιν τοῦ Ἀντωνίου Κριεζῆ (12/12/1849-16/5/1854) εἰς τήν ἀπόφασιν δικαστικῆς καταδιώξεως τοῦ Μακρυγιάννη. Κατά τήν ἀνάκρισιν καί τήν δίκην αὐτοῦ, ἐπί συνωμοσίᾳ κατά τῆς ζωῆς τοῦ Ὄθωνος, καταφαίνεται ἡ ἐμπάθεια, ἡ ἀδικία, ἡ ἀπάνθρωπος σκληρότης τῆς Κυβερνήσεως πρός τόν Μακρυγιάννην. Ἡ διαγωγή τῆς Κυβερνήσεως πρός τόν Μακρυγιάννην μᾶλλον ὑπηγορεύθη ὑπό τοῦ Ὄθωνος διά τήν τιμωρίαν τοῦ Στρατηγοῦ ὡς αἰτίου τῆς Μεταβολῆς τῆς Τρίτης Σεπτεμβρίου 1843, διά τῆς ὁποίας ὁ βασιλεύς ἐστερήθη σημαντικοῦ μέρους τῆς προτέρας βασιλικῆς του ἰσχύος.

Ἀπό τῆς ἀρχῆς τῶν πρώτων ὑπονοιῶν, Αὔγουστον ἤ Σεπτέμβριον τοῦ 1851, ὁ Μακρυγιάννης ἐτέθη ὑπό περιορισμόν ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Ὁ περιορισμός οὗτος κατέστη αὐστηρότερος μετά τήν καταγγελίαν τοῦ Ν. Στεφανίδου. Ἡ κατά τῆς ζωῆς τοῦ βασιλέως ἐπιβουλή ἔμελλε δῆθεν νά ἐπιχειρηθῇ τήν 25ην Μαρτίου 1852, ἀλλ’ οὐδέποτε ἔλαβε χώραν. Κατόπιν ἀρχίζει ἡ στρατιωτική ἀνάκρισις τοῦ Μακρυγιάννη. Μετά τό πρῶτον πόρισμα, τήν 13ην Ἀπριλίου 1852, ἐφυλακίσθη οὗτος ἐν ἰδιαιτέρῳ δωματίῳ τῆς οἰκίας του, φρουρά δέ μεθ’ ἑνός ἀξιωματικοῦ ἐγκατεστάθη ἐν αὐτῇ καί ἐτρέφετο εἰς βάρος τῆς οἰκογενείας. Τήν 15ην Αὐγούστου 1852, μετήχθη ὁ Μακρυγιάννης, καίτοι δεινῶς πάσχων, εἰς τάς φυλακάς τοῦ Μενδρεσέ. 

Ὁ Μακρυγιάννης ἐφυλακίσθη τήν 15ην Ἀπριλίου 1852 καί αὐτήν τήν ἡμέραν εἶχεν συντάξει διαμαρτυρίαν κατά τῆς προσαπτομένης αὐτῷ κατηγορίαν. Μεταγόμενος ἐν ἐλεεινῇ καταστάσει ἐκ τῆς οἰκίας εἰς τόν Μενδρεσέν, ὁ δυστυχής Μακρυγιάννης μετήγετο ἐξ ἑνός μαρτυρίου εἰς ἕτερον χεῖρον. Ἡ μόνη καταφυγή τοῦ θεοσεβοῦς ἥρωος ἦτο ὁ Θεός. Ἔγραφε δέ οὗτος, τρεῖς ἡμέρας πρό τῆς μεταγωγῆς του ἐπιστολήν-προσευχήν ἐπικαλούμενος τόν Θεόν μετά σπαραγμοῦ, διά τά βάσανα, τά ὁποῖα ὑπέστη ὑπό τῆς ἀδυσωπήτου καί ἀναλγήτου ἐξουσίας, λέγων τά ἑξῆς. 

Μετά τινάς ἡμέρας ἀπό τήν φυλάκισιν τοῦ Μακρυγιάννη, μετέβη ὁ μοίραρχος Πτολεμαῖος εἰς αὐτόν καί τόν ηὗρε προσευχόμενον καί ἐν ὧ τόν διέκοψεν ἀποτόμως, τόν διέταξε νά ἑτοιμασθῇ διότι θά ὁδηγηθῇ εἰς τό Στρατιωτικόν Νοσοκομεῖον. Ὁ Μακρυγιάννης τόν παρεκάλεσε νά τοῦ ἐπιτραπῇ νά τελειώσῃ τήν προσευχήν του, ἀλλ’ ὁ ὠμός καί ἀσεβής Πτολεμαῖος τόν ἐρράπισεν καί τόν ὡδήγησε πεζῇ, χλευαζόμενον καί ὠθούμενον διά τῶν ὑποκοπάνων τῶν ὅπλων τῶν στρατιωτῶν, εἰς τό Νοσοκομεῖον, ὅπου τόν ἐφυλάκισεν εἰς ἕν στενόν, σκοτεινόν καί ἄθλιον δωμάτιον μέ ὑγρασίαν καί δυσωδίαν.

Τήν 16ην Μαρτίου 1853, ὡδηγήθη ὁ πολυπαθής γέροντας ἀγωνιστής Μακρυγιάννης εἰς τό Στρατοδικεῖον ἵνα δικασθῇ. Ἡ δίκη ἐπερατώθη τήν ἑπομένην ἡμέραν. Ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης μετά τοῦ λοχαγοῦ τῆς Φάλαγγος Ἰ. Σούλη  κατηγορήθησαν ἐπί συνωμοσίᾳ σκοπόν ἐχούσῃ τόν θάνατον τοῦ Βασιλέως Ὄθωνος. Ὁ μέν Ἰ. Σούλης ἠθῳώθη καί κατεδικάσθη μόνον ὁ Μακρυγιάννης, ὁ ὁποῖος κατηγορήθη διά πολιτικόν ἔγκλημα καί παρεπέμφθη παρά τό Σύνταγμα καί παρά τόν Ποινικόν Νόμον εἰς Στρατιωτικόν Δικαστήριον ἵνα δικασθῇ.

Ἡ διαδικασία ἀνεπτύχθη ἐπί τῶν καταθέσεων τοῦ μάρτυρος Ν. Στεφανίδου, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι, «ἤκουσε παρά τοῦ Μακρυγιάννη μυστηριώδεις λόγους ὅτι συνομοσία ὑπάρχει καί ὅτι ὁ Βασιλεύς Ὄθων θά φονευθῇ καθ’ ὡρισμένην τινά ἡμέραν». Τό δικαστήριον στηριχθέν ἐπί τῆς μίας ταύτης καί μόνης μαρτυρίας κατεδίκασε τόν ἀθῷον Μακρυγιάννην εἰς θἀνατον, ἀλλά συνεστήθη εἰς τήν πλήρη βασιλικήν χάριν. Ἡ ἀντιλογία τῶν δικαστῶν ἦτο ὅτι, ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ἀθῶος, ἀλλά καί καταδικασθείς εἰς θάνατον. Ἡ ἀπόφασις ἐξεδόθη διά ψήφων ἕξ κατά καί μιᾶς ἀθῳωτικῆς. Ὁ πρόεδρος τοῦ στρατοδικίου ἤτο ὁ Κίτσος Τζαβέλας, πιστός καί ἀφωσιωμένος εἰς τόν Βασιλέα Ὄθωνα καί προσωπικός ἐχθρός τοῦ Μακρυγιάννη ἀπό τήν περίοδον τῆς Ἐπαναστάσεως. Οἱ ἄλλοι δικασταί ἦσαν ὁ Κανέλλος Δηλιγιάννης (ἤ Δεληγιάννης)  καί ὁ Ἀλέξης Βλαχόπουλος, ἀρχαῖοι ἀγωνισταί, ἀλλά δέν ἦσαν φίλοι τοῦ Μακρυγιάννη. Οἱ ἄλλοι τέσσαρες δικασταί ἦσαν νέοι ἄπειροι ἀξιωματικοί. Ἀπό τό δικαστήριον ὁ Μακρυγιάννης ὡδηγήθη καί πάλιν εἰς τήν φυλακήν τοῦ Στρατιωτικοῦ Νοσοκομείου. Ἡ ποινή τοῦ θανάτου μετεβλήθη συντόμως εἰς ἰσόβια δεσμά, βραδύτερον ἠλατώθη εἰς εἰκοσαετῆ φυλάκισιν καί τήν 25ην Ἰανουαρίου 1854 εἰς δεκαετῆ τοιαύτην. Τήν 2αν Σεπτεμβρίου 1854, διά τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Δημητρίου Καλλέργη, πανισχύρου ὑπουργοῦ κατά τήν ὑπάρχουσαν Ἀγγλογαλλικήν ἐν Ἑλλάδι «κατοχήν» καί λίαν ἀγερώχως φερομένου πρός τόν Ὄθωνα, κατωρθώθη νά ἀπαλλαγῇ τελείως ὁ δυστυχής οὗτος ἥρωας καί θεοσεβής πατριώτης Ἰωάννης Μακρυγιάννης ἀπό τήν ἄδικον ποινήν.   

Ἡ διαμονή τοῦ Μακρυγιάννη εἰς τήν φυλακήν εἶχε ἐξαντλήσει τήν ζωτικότητά του καί ἔκτοτε διέμενεν οὗτος εἰς τήν οἰκίαν του ἐργαζόμενος εἰς τόν κῆπόν του καί γευματίζων μόνος ἐντός τῆς Σπηλιᾶς˙ τό βράδυ ἐπέστρεφεν εἰς τήν οἰκογένειάν του. Σκυθρωπός πλέον, οὐδέποτε γελῶν ἤ μειδιῶν καί ἡ μόνη του παρηγορία ἦσαν, ὁ Θεός καί τά μικρά του τέκνα. Ἡ ὄψις του, μέ τήν μακριάν γενιάδαν καί κόμην, ὡμοίαζε μέ τοιαύτην ἑρημίτου καί μάρτυρος. Ὑψηλός καί λεπτός, εὐλύγιστος καί εὐθύς, εἶχε τό ἦθος τοῦ Ὀρθοδόξου καί τόν ἀέρα τῆς λεβεντιᾶς ἀγερώχου τοῦ Ἕλληνος, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε γηράσκει ἀλλά σαγινεύει μέ τήν πνευματικήν σοφίαν τήν ἀπεικονιζομένην εἰς τήν μορφήν του. «Τό ἀποστεωθέν αὐτοῦ πρόσωπον, ... καί ἱερατικόν συγχρόνως.»    

Τόν Σεπτέμβριον καί Ὀκτώβριον τοῦ 1857, μετέβη εἰς Ἑπτάνησον χάριν ἀναψυχῆς καί προσκυνήσεως τῶν ἐκεῖ ἁγίων λειψάνων. Τό 1859, ἐπῆγεν εἰς τήν Ζάκυνθον, ὅπου ἔτυχε θερμοτάτης ὑποδοχῆς ἀπό τόν λαόν. Εἶχεν μεταβεῖ οὗτος καί εἰς Τῆνον, ἵνα προσκυνήσῃ τήν Παναγίαν, τήν ὁποίαν ηὐλαβεῖτο δεόντως, ὡς ἀναφέρει ὁ ἴδιος. Εἰς τάς Ἀθήνας ὁ Μακρυγιάννης εἶχεν προβλήματα καί ἡ ἔχθρα μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ Βασιλέως οὐδέποτε ἐξέλιψεν. Μετά τήν φυλάκισιν του ηὗρε τό κτῆμά του καταστραφέν, λεηλατηθέν καί ἐγκαταλειφθέν ἤ φθαρέν ὑπό κακοβούλων ἀνθρώπων. «Χαλασμένο σπίτι» ὠνόμασεν ὁ Μακρυγιάννης τόν οἶκόν του. Ὁ υἱός του ὁ Ὄθων εἶχε ριφθῇ μετά πάθους εἰς τήν ἀντιδυναστικήν κίνησιν τῆς νεολαίας κατά τοῦ Βασιλέως. Ὁ Ὄθων Μακρυγιάννης ἀνῆκεν εἰς τήν κίνησιν τῶν νέων ὑπό τόν Ἐπαμ. Δεληγεώργην μέ σκοπόν τήν ἐκθρόνισιν τοῦ Ὄθωνος. 

Τήν 10ην Ὀκτωβρίου 1862, ὁ λαός εἰσέβαλεν εἰς τά Ἀνάκτορα, ὁ Ὄθων Μακρυγιάννης εἰσῆλθεν εἰς τήν αἴθουσαν τοῦ Θρόνου, ἡ ὁποία εἶχεν θρυμματισθῆ, παρέλαβε τό χρυσοῦν τοῦ Βασιλέως στέμμα καί τό μετέφερεν ὡς λάφυρον εἰς τόν οἶκόν του, ἵνα ἀπιδείξῃ τοῦτον εἰς τόν πολυπαθῆ πατέρα του. Κατά τήν Ἐπανάστασιν τῆς 10ης Ὀκτωβρίου 1862, ὁ ἐπαναστάτης λαός μετέβη εἰς τόν οἶκον τοῦ Μακρυγιάννη τόν παρέλαβε καί περιήγαγεν αὐτόν θριαμβευτικῶς ἀνά τήν πόλιν. Τήν 17ην Ὀκτωβρίου 1862, διά διατάγματος τῆς Προσωρινῆς Κυβερνήσεως, ὁ Μακρυγιάννης ἀνέκτησε τόν βαθμόν τοῦ Ὑποστρατήγου καί τήν 20ην Ἀπριλίου 1864, προεβιβάσθη εἰς Ἀντιστράτηγον. Κατά τήν συγκληθεῖσαν Συνέλευσιν, ὁ Μακρυγιάννης ἐξελέγη πληρεξούσιος Ἀττικῆς, σπανίως ὅμως μετεῖχε τῶν συνεδριάσεων. Τήν 27ην Ἀπριλίου 1864 ἀπέθανεν ἐξ ὑπερβαλλούσης σωματικῆς ἐξαντλήσεως εἰς ἡλικίαν 67 ἐτῶν (1797-1864). Ἡ κηδεία αὐτοῦ ἐγένετο ἐπιβλητική, ἀκολουθήσαντος παντός τοῦ λαοῦ τῆς πρωτευούσης. Τόν ἐπικήδειον εἰς αὐτόν ἀπήγγειλεν ὁ Ἀναστ. Γούδας, τόν δέ ἐπιτάφιον ὁ Ὀδ. Ἰάλεμος, ποίημα δέ πλῆρες ἐμπνεύσεως ὁ Ἀχιλλεύς Παράσχος. Καί οἱ τρεῖς οὗτοι ἦσαν ἐκ τῶν νέων ἐπαναστατῶν. Αὕτη ἦτο ἡ συμπεριφορά τῆς Πολιτείας (Κυβερνήσεως καί Βασιλέως) κατά τοῦ ἀγωνιστοῦ καί ἥρωος Ἰωάννου Μακρυγιάννη. Παρομοίας διώξεις εἶχον πλεῖστοι ἐκ τῶν ὁπλαρχηγῶν τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Ἡ πολιτική ἡγεσία τῆς Ἑλλάδος ἦτο καί εἶναι, δυστυχῶς, πάντοτε ἡ ἰδία. Ἀχαρακτήριστος, ἀνθελληνική καί τό χείριστον ἄθεος. Ὁ Θεός βοηθός, εἰδικῶς σήμερον, τῇ ἐποχῇ τῆς παγκοσμίου δουλείας. 




Ὁ Στρατηγός Ἰωάννης Μακρυγιάννης. Ἐλαιογραφία (Ἀθῆναι, Ἐθνικόν Ἱστορικόν Μουσεῖον)


ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ: Αρxiζει το γλεvτι....

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ: Αρxiζει το γλεvτι....:
Δεν μπορει ναναι ολοι πουλημενοι...
Καποιος τιμιος θα βρεθει να τους σκισει... πηγη