Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

ΠΡΟΣΚΑΙΡΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

 Πρόσκαιρος Ἀπώλεια τῆς Ἑλληνικῆς Μικρᾶς Ἀσίας 

ὑπό 

Ἰωάννου Ν. Καλλιανιώτου 

Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Scranton 

Σεπτέμβριος 2022 

 

«Ὑπέρ αὐτ[ῆς] τοῖς τέκνοις ὑμῶν διηγήσασθε,  

   καί τά τέκνα ὑμῶν τοῖς τέκνοις αὐτῶν,  

   καί τά τέκνα αὐτῶν εἰς γενεάν ἑτέραν 

Ἰωήλ α΄ 3 

 

Α΄. Πρόλογος: Ἱστορική Ἀναδρομή  

Ἡ γνῶσις τῆς Ἱστορίας καί ἡ μνημόνευσις τῶν γεγονότων τοῦ παρελθόντος εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητος διά τήν διαιώνισιν τοῦ παγκοσμίου Ἑλληνισμοῦ καί τῆς παραδοσιακῆς Ὀρθοδοξίας. Τό τρέχον ἔτος, τό 2022 εἶναι ἑκατοστή ἡμῶν ἐπέτειος μνήμης καί θλιβερόν μνημόσυνον τῆς ἀποφράδος προσωρινῆς ὑποταγῆς τῆς Ἑλληνικῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἰς τούς βαρβάρους Νεοτούρκους κατά τό 1922. Κατόπιν τριῶν χιλιάδων τετρακοσίων εἴκοσι δύο ἐτῶν (3.422) ἀκμῆς καί μοναδικοῦ πολιτισμοῦ καί παιδείας, ἀπό τόν 15ον αἰῶνα π.Χ., ὅπου οἱ Μυκηναῖοι ἐδημιούργησαν τάς πρώτας Ἑλληνικάς ἀποικίας εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν, ονίαν, Πόντον καί δή τήν Μίλητον, ἕως τήν καταστροφήν τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων καί τήν γενοκτονίαν τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τό 1922˙ ἦτο αὕτη «καθἡμᾶς Ἀνατολή», ὁποία ἀπετέλει τά ἀποσπασθέντα δύο τρίτα (2/3) τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικρατείας, τά ὁποῖα ἀναμένουν τήν δικαίαν ἐπανένωσιν μέ τήν ὑπόλοιπον Ἑλλάδα. Ἡ ἐλπίς ἡμῶν εἶναι ὁ δικαιοκρίτης, μεγαλόθυμος καί ἐλεήμων Θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός καί οἱ χιλιάδες Ἅγιοι τῆς Ἁγιοτόκου Μικρᾶς Ἀσίας. 

Ὅμηρος ἀναφέρει εἰς τήν Ἰλιάδα (8ον αἰῶνα π.Χ.) τόν δεκαετῆ πόλεμον τῶν Ἑλλήνων κατά τῶν Τρώων, ὁποῖος ἔλαβε χώραν τόν 12ον αἰῶνα π.Χ. διά τήν ἐπικράτησιν, ἀποίκισιν καί ἐμπορικήν διευκόλυνσιν τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων πέραν τῆς κυρίως Ἑλλάδος εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν, ὅπου πλεῖσται τούτων ηὑρήσκοντο ἤδη ἐκεῖ πλέον τῶν 600 χρόνων. Φρῖξος καί Ἕλλη καί τό Χρυσόμαλλον δέρας τῆς Ἑλληνικῆς μυθολογίας ἦτο Ἱστορικόν γεγονός, διαὐτό καί Ἰάσων μέ τούς Ἀργοναύτας ἀπό τήν Ἰωλκόν τῆς Θεσσαλίας, τόν 8ον αἰῶνα π.Χ. ἐπῆγαν εἰς τήν Κολχίδα (Γεωργίαν) διά τοῦ Εὐξείνου Πόντου, ὥστε νά πάρουν τό Χρυσόμαλλον δέρας, οὐσιαστικῶς, νά ἐκμεταλλευθοῦν οἱ Ἕλληνες τά Χρυσωρυχεῖα τῆς Κολχίδος. Οἱ Ἀμαζόνες1 ἐπίσης κατκουν εἰς τόν Πόντον, τά παράλια τῆς Καυκασίας. Οἱ Ἕλληνες ἐδημιούργησαν πάρα πολλάς πόλεις, ὥστε νά καλλιεργοῦν, νά λαμβάνουν, νά παράγουν καί νά ἐμπορεύωνται τόν πλοῦτον (πρωτογενῆ τομέα) τῶν περιοχῶν τούτων τῆς Γεωργίας, τῆς Κριμαίας, τῆς Σεβαστουπόλεως, τῆς Χερσονήσου, τῆς Μαύρης Θάλασσας, τῆς Ρωσίας, Οὐκρανίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, τοῦ Πόντου, τῆς Σινώπης, Ἡρακλείας, Τραπεζοῦς, Κερασοῦς, Τροίας, Ἀμισοῦ (Σαμψοῦς), Κοτυώρας καί πλείστας ἄλλας ἀποικίας εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν. 

ναντιρρήτως, ἀπό τόν 8ον αἰῶνα π.Χ., περιοχαί τῆς Μ. Ἀσίας, Πόντου, Ἰονίας, Βιθυνίας, Μυσίας, Λυδίας, Καρίας, Λυκίας, Παμφυλίας, Κιλικίας, Γαλατίας, Πισιδίας καί Συρίας ἐκατοικοῦντο ἔκτοτε ὑπό Ἑλλήνων. Τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά μνημεῖα ἀποτελοῦν ἀπόδειξιν τῆς Ἱστορικῆς καταγωγῆς ὅλων τῶν περιοχῶν τούτων. Οἱ Ἕλληνες ἔζων εἰς τόν Πόντον, εἰς τάς Ποντιακάς Ἄλπεις καί Βορειο-ἀνατολικῶς εἰς τόν Καύκασον καί τήν Γεωργίαν. Οἱ Βόρειο-Πόντιοι Ἕλληνες, εἰς τήν Σινὠπην τῆς Τραπεζοῦς, χρονολογοῦνται ἀπό τό 756 π.Χ. Συνεπῶς, ἡ μετανάστευσις τῶν Ἑλλήνων ἦτο πάντοτε μεγάλη εἰς τήν περιοχήν τοῦ Πόντου, τῆς Γεωργίας καί τῆς Ρωσίας διά τήν ἐκμετάλλευσιν καί τό ἐμπόριον χρυσοῦ, σίτου καί πλείστων ἄλλων προϊόντων.   

Ἡ Μίλητος ἦτο ἡ πλουσιωτέρα Ἑλληνική πόλις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀλλά καί ἄλλαι πόλεις εἰς τά παράλια τῆς Ἰονίας καί τῆς Μαύρης Θάλασσας, ἤκμαζον ἐπί χιλιετίας, ὡς Πέργαμος, Θυάτειρα, Σάρδεις, Σμύρνη, Ἔφεσος, Μύρα, Πέργα, Ἀντιόχεια, Ἰκόνιον, Λύστρα, Δέρμπη, Ταρσός, Σελεύκεια, Κολοσσαί, Λαοδίκεια, Ἱεράπολις, Φιλαδέλφεια, καί πλεῖσται ἄλλαι, προσέφερον καί συνέβαλον παντοιοτρόπως εἰς τό Ἑλληνικόν μεγαλεῖον. Φιλόσοφοι, ὡς ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος (624-546 π.Χ.), ὁ φιλόσοφος, μαθηματικός καί ἐπιστήμων Ἀναξίμανδρος (610-546 π.Χ.), φιλόσοφος Ἀναξιμένης (585-528 π.Χ.), ὁ Ἑκαταῖος (550-476 π.Χ.), ὁ Ἱππόδαμος (498-408 π.Χ.) καίΚυνικός φιλόσοφος Διογένης (404-323 π.Χ.), ὅς κατήγετο ἀπό τήν Σινώπην. Ἐπίσης, ὁ Ἡράκλειτος τῆς Ἐφέσου (535-475 π.Χ.), ὁ Ἡρόδοτος (535-475 π.Χ.) ἀπό τήν Ἀλικαρνασσόν, ὁ Ἀναξαγόρας ἀπό τάς Κλαζομενάς τῆς Ἰονίας καί ὁ Στράβων (65 π.Χ.-23 μ.Χ.) ἀπό τήν Ἀμάσεια. Ἅπαντες οὗτοι ἀποτελοῦν τούς προγόνους τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.  

Θείᾳ Προνοίᾳ, Μεγαρεῖς ἄποικοι ἱδρύουν τό 657 π.Χ. εἰς τήν περιοχήν τοῦ Βοσπόρου μίαν νέαν πόλιν, τήν ὁποίαν ὀνομάζουν Βυζάντιον, ἀπό τό ὄνομα τοῦ ἱδρυτοῦ της, τοῦ Βύζαντος. Ἡ ἀποικιακή αὕτη ἐπιχείρησις ὡδήγησε τούς Μεγαρεῖς ἀπό τήν Ἀττικήν εἰς τήν Θράκην, τόν πανοραμικόν Βόσπορον. Συμφώνως πρός τόν Στράβωνα,2 οἱ Μεγαρεῖς ἔφθασαν ἐκεῖ ὑπακούοντες εἰς ἕνα χρησμόν, τόν ὁποῖον εἶχον λάβει ἀπό τό Μαντεῖον τῶν Δελφῶν. Ὁ χρησμός οὗτος ἀπεκάλει  «τυφλούς» τούς συμπολίτας των, οἱ ὁποῖοι πρό ὀλίγων ἐτῶν, τό 685 π.Χ., εἶχον ἱδρύσει εἰς τήν Ἀσιατικήν ἀκτήν τοῦ Βοσπόρου τήν Χαλκηδόνα. Πράγματι, ἦσαν «τυφλοί», διότι δέν εἶχον ἀντιληφθῆ ὅτι ἡ περιοχή, ἡ ὁποία ηὑβρίσκετο ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τό σημεῖον, τό ὁποῖον εἶχον ἀποικήσει ἦτο ἰδανικότερον διά τήν διεξαγωγήν τοῦ ἐμπορίου, τήν λιείαν καί διά τόν ἔλεγχον τῶν δύο θαλασσῶν καί δύο ἠπείρων, λόγῳ τῆς γεωπολιτικῆς της θέσεως. Συνεπῶς, ὁ Βύζας ἐθεμελίωσε μίαν ἀπό τάς πλέον σημαντικάς πόλεις εἰς τήν Ἱστορίαν τς ἀνθρωπότητος. Ὑπῆρξε δέ οὗτος καί ἱδρυτής τῶν Ὑβλαίων Μεγάρων3 καί τοῦ Σελινοῦντος4 εἰς τήν Σικελίαν,  καθ’ ὡς καί τῆς Ἡρακλείας5 εἰς τόν Πόντον.  

Τόν 6ον αἰῶνα π.Χ., οἱ Πέρσαι καταλαμβάνουν ὡρισμένας ἀπό τάς Ἑλληνικάς πόλεις τῆς Μ. Ἀσίας, ἀλλ Μέγας Ἀλέξανδρος, Ἕλλην οὗτος ἐκπολιτιστής καί «πολιτικός πρόδρομος» τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, θείᾳ Χάριτι καί Προνοίᾳ, ἀπηλευθέρωσε πάσας τάς Ἕλληνικάς πόλεις τόν 4ον αἰῶνα π.Χ. καί ἐξηλλήνισεν ἅπασαν τήν Ἀσίαν ἕως τήν μακρινήν Ἰνδίαν. Ἑλληνική γλῶσσα6 καί Ἑλληνικός πολιτισμός διεδόθησαν εἰς πᾶσαν τήν Ἀνατολήν ἀπό τήν ἐκστρατείαν τῶν Ἑλλήνων, ἀπό τό 336 π.Χ. καί 334 π.Χ., ὅπου Ἀλέξανδρος ἠλευθέρωσε τάς Ἑλληνικάς πόλεις τῆς Μ. Ἀσίας ἀπό τούς Πέρσας (Ἀχαιμονίδαι) καί ἵδρυσε πλείστας νέας Ἕλληνικάς πόλεις εἰς Ἀσίαν καί Βόρειον Ἀφρικήν. Κατόπιν τοῦ θανάτου τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου (323 π.Χ.) ἀρχίζει ἡ Ἑλληνιστική Περίοδος (323 π.Χ.-31 π.Χ.). Ἡ Δυναστεία τῶν Ἀτταλιδῶν τῆς Μ. Ἀσίας, κυβερνουμένη ὑπό τοῦ Λυσιμάχου (360-281 π.Χ.). Τό Βασίλειον τῆς Περγάμου7 καί κατόπιν ἐσυνεχίσθη ὑπό τῆς Αὐτοκρατορίας τῶν Σελευκιδῶν (Σέλευκος Α΄ ὁ Νικάτωρ, 321-281 π.Χ.). Τό 133 π.Χ. -129 π.Χ. ὑπετάγη καί ἡ Μικρά Ἀσία εἰς τούς Ρωμαίους. Ἡ Ἑλλάδα κατελήφθη ἀπό τήν Ρώμην τό 146 π.Χ., μέ τήν Μάχην τῆς Κορίνθου. Ὁ πόλεμος τῶν Ρωμαίων κατά τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (192-188 π.Χ.) εἶχεν ἀρχίσει ἀπό τό 196 π.Χ. καί τό 188 π.Χ. μέ τήν Συνθήκην τῆς Ἀπάμειας ἐπῆραν οἱ Ρωμαῖοι τήν Μ. Ἀσίαν ἀπό τόν Ἀντίοχον Γ΄ τόν Μέγαν (241-187 π.Χ.). 

Ἡ ἐπαφή τῆς Ρώμης μέ τόν μέγαν Ἑλληνικόν πολιτισμόν ὠφελήθη τά μέγιστα καθ’ ὅτι ἀντέγραψε τοῦτον καί ἐκαλλιέργησε καί αὕτη, ἐν συνεχείᾳ, τά γράμματα καί τάς τέχνας καί ἔβαλε τάς βάσεις τοῦ ἰδικοῦ της πολιτισμοῦ. Μεγάλην διάδοσιν εἶχεν ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, τήν ὁποίαν ἐμάνθανον ὅλοι οἱ Ρωμαῖοι, ὥστε νά θεωροῦνται μεμορφωμένοι. Ὁ Ρωμαῖος ρήτορας, Κικέρων (Marcus Tullius Cicero, 106-43 π.Χ.) ἔλεγε τά ἑξῆς: “Lingua, deorum est lingua Graecorum8 (= γλσσα τν θεν εναι λληνική γλσσα). Totum Graecorum est(= Ὅλα εναι λληνικά) [λα προέρχονται πό τούς λληνες]. Nihil Graeciae humanum, nihil sanctum(Τίποτα δεν εναι πιό νθρώπινο, πιό ερό πό τήν λλάδα). Ἐπίσης, Ὁράτιος (Quintus Horatius Flaccus, 65 – 8 π.Χ.) [Ρωμαῑος λυρικός ποιητής], ἔλεγε. “What the mind and the heart is for a human being, Greece is for humanity.” (= Ὅτι τό μυαλό καί καρδιά εἶναι γιά τό ἀνθρώπινο σῶμα, εἶναι Ἑλλάς γιά τήν ἀνθρωπότητα). Ἐπίσης, Though Greece was conquered, she defeated the conqueror and imported the arts in the uncivilized Latium” (= Παρτι λλάς κατακτήθηκε, ατή νίκησε τόν κατακτητή καί εσήγαγε τίς τέχνες στό πολίτιστο Λάτιο). 

 

βασιλεύς τοῦ Πόντου Μιθριδάτης ἤρχισε τό 88 π.Χ. πόλεμον κατά τῶν Ρωμαίων καί ἐπαρουσιάσθη εἰς τούς Ἕλληνας ὡς ἐλευθερωτής, ἀλλ ἐξέγερσίς του κατεπνίγη ἀπό τόν στρατηγόν Σύλλαν τό 86 π.Χ. Πομπήιος προσέθεσεν εἰς τό Ρωμαϊκόν κράτος τρεῖς νέας ἐπαρχίας, τήν Ἐπαρχίαν τοῦ Πόντου-Βιθυνίας, τήν Ἐπαρχίαν τῆς Κρήτης-Κυρηναϊκῆς καί τήν Ἐπαρχίαν τῆς Συρίας (70 π.Χ.). Ἀντώνιος ἠρωτεύθη τήν γοητευτικήν καί ἐξυπνοτάτην Ἑλληνίδα, βασίλισσαν τῆς Αἰγύπτου, τήν Κλεοπάτραν καί κατόπιν τῆς ναυμαχίας εἰς τό Ἄκτιον τό 31 π.Χ. ἔφυγε νενικημένος εἰς τήν Αἴγυπτον μέ τήν Κλεοπάτραν. Ὀκταβιανός νικητής, τώρα, ἐσταθεροποίησε τήν κατοχήν τῆς Ρώμης εἰς τάς Ἀνατολικάς ἐπαρχίας καί τό 30 π.Χ. ἔφθασεν εἰς Αἴγυπτον. Ἀντώνιος καί Κλεοπάτρα ηὐτοκτόνησαν καί Ὀκταβιανός αὐτοδιωρίσθη διάδοχος τῶν Ἑλλήνων Πτολεμαίων. Δυναστεία αὕτη τῶν ἀπογόνων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου διήρκεσεν ἐπί 275 ἔτη˙ Πτολεμαῖος Α΄ Σωτής (305-282 π.Χ.) ἕως Κλεοπάτρα Ζ΄ Φιλοπάτωρ (51-30 π.Χ.). Ἡ πολιτιστική κληρονομία τούτων μαρτυρεῖται ἀπό τά διάσημα μνημεῖα τῆς Αἰγύπτου, τά ὁποῖα ἀνήγειραν οὗτοι.9 

 

Ρώμη ἐπέφερε πολλάς μεταβολάς εἰς τούς Δυτικούς λαούς, τούς ἐδίδαξε τήν Λατινικήν γλῶσσαν, τό Ἀλφάβητον τῆς ὁποίας εἶχε δωθῆ εἰς τούς Ἐτρούσκους ἀπό τούς Χαλκιδεῖς τῆς Εὐβοίας, καί τούς προσέφερε τόν ἰδικόν της ἐξηλληνισμένον ἀνώτερον πολιτισμόν˙ ἀλλεἰς τάς Ἀνατολικάς ἐπαρχίας, Ἑλλάδα, Μικράν Ἀσίαν, Συρίαν καί Αἴγυπτον, ὅπου αὐτόχθων Ἑλληνικός πολιτισμός καί Ἑλληνική γλῶσσα εἶχον διαδοθῆ ἐπί πάρα πολλά ἔτη, δέν ἠμπόρεσεν Ρώμη  νά ἐπιφέρῃ ἀλλαγάς καθὅτι τό πολιτιστικόν ἐπίπεδον τούτων ἦτο πολύ ἀνώτερον τοῦ Ρωμαϊκοῦ. 

 

Β΄. Βυζαντινή Περίοδος: Ἑλληνορθόδοξος Μικρά Ἀσία 

 

Οὐσιαστικῶς, τό Ρωμαϊκόν κράτος δέν ἦτο ἐνιαῖον, ἀπετελεῖτο ἀπό δύο τμήματα, τό Ἑλληνικόν ἐξηλληνισμένον τῆς Ἀνατολῆς καί τό Λατινικόν ἐξελατινισμένον τῆς Δύσεως. Τόν 3ον αἰῶνα μ.Χ., Διοκλητιανός εἶχε τήν διοίκησιν τῶν Ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν μέ ἕδραν τήν Νικομήδειαν τῆς Μ. Ἀσίας. Ὁ Χριστιανισμός ἀντιμετωπίσθη μέ ἐχθρικήν διάθεσιν ἀπό τό ἐπίσημον Ρωμαϊκόν κράτος. Ὁ «μέγας διωγμός» διήρκεσεν ἀπό τό 303 ἕως τό 311 μ.Χ., ὅπου μέ τήν παρακίνησιν τοῦ Καίσαρος Γαΐου Γαλερίου Βαλερίου Μαξιμιανοῦ (305-311 μ.Χ.), ὁ Διοκλητιανός ἐξαπέλυσεν ἄγριον πόλεμον κατά τῶν Χριστιανῶν καί ἐθέσπισε τήν ποινήν τοῦ θανάτου εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν σταθεροί εἰς τήν πίστιν των. 

 

Τό 311 μ.Χ., ὁ Γαλέριος παρεχώρησε δι’ ἑνός διατάγματος τήν ἀνεξιθρησκίαν εἰς τούς Χριστιανούς. Ἡ «Κοινή Ἑλληνική», ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου καί ὁλοκλήρου τοῦ Ἀνατολικοῦ χώρου ἐδημιούργησε μίαν ἀδιάσπαστον ἑνότητα τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ καί Χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Ἀνατολῆς, τόν Ἑλληνορθόδοξον πολιτισμόν. Τόν 4ον αἰῶνα μ.Χ. ἀρχίζει ἡ παρακμή τῆς Ρώμης, ἀλλ’ αἱ προσπάθειαι τοῦ Διοκλητιανοῦ καί τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μέγα ἠμπόρεσαν νά δώσουν ζωήν εἰς τό Ἀνατολικόν τμῆμα τοῦ κράτους, τό ὁποῖον μετεμορφώθη εἰς τό Ἑλληνικόν Βυζάντιον, τήν Ρωμανίαν. 

 

Τό 324 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας (306-337) κατώρθωσε νά μείνῃ ὡς ὁ μόνος κύριος τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐξουδετερώσας ἐν πρώτοις τούς ἀντιπάλους του, ὑπεστήριξε κατόπιν τόν Χριστιανισμόν μέ πᾶν μέσον.10 Τό 330 μ.Χ. μετέφερεν οὗτος τήν πρωτεύουσαν ἀπό τήν Ρώμην εἰς τό Βυζάντιον, τό μετωνομαζόμενον εἰς Κωνσταντινούπολιν. Τό Βυζάντιον εἶχε πολύ σημαντικήν θέσιν ἀπό στρατιωτικήν, ἐμπορικήν, οἰκονομικήν καί γεωγραφικήν ἄποψιν. Εὔξεινος Πόντος, Αἰγαῖον Πέλαγος, Μεσόγειος Θάλασσα, Εὐρώπη καί Ἀσία, ὅλαι αἱ ὁδοί αὗται διήρχοντο ἀπό τήν Κωνσταντινούπολιν. Αἱ οἰκοδομικαί ἐργασίαι ἤρχισαν εἰς τήν νέαν ταύτην πόλιν τό 324 μ.Χ. Τά ἐπίσημα ἐγκαίνια τῆς νέας πρωτεύουσας, τῆς Νέας Ρώμης, ἡ ὁποία ἔλαβε τό ὄνομα τοῦ Ἱδρυτοῦ της, ἔλαβαν χώραν τήν 11ην Μαΐου 330 μ.Χ.11 Συνεπῶς, τό 330 μ.Χ. εἶναι ἡ ἀρχή τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία ἐσυνεχίσθη ἕως τήν 29ην Μαΐου 1453, μέ διάρκειαν 1.123 ἐτῶν καί 18 ἡμερῶν, ἀλλ’ οἱ Ἕλληνες εἶναι ἐκεῖ ἀπό τό 1500 π.Χ. καί θά εἶναι ἕως τήν ἐσχάτην τῶν ἡμερῶν, προσποιούμενοι τούς μουσουλμάνους, ἔχοντες εἰς τά ὑπόγεια τῶν οἰκιῶν των μικράς ἐκκλησίας (Κρυπτοχριστιανοί). Οὐσιαστικῶς, οἱ Ἕλληνες εἶναι εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν ἐπί 3.522 ἔτη. Ὅλα αὐτά ἐπιβεβαιοῦνται μέ τάς χιλιάδας τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καί Βυζαντινῶν Ἑλληνορθοδόξων μνημείων της. 

 

Ἡ ὁριστική ἀναγνώρισις τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔγινε τό 313 μ.Χ. μέ τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (ἀπόλυτος ἐλευθερία εἰς τούς κατοίκους τῆς Αὐτοκρατορίας νά ἀκολουθοῦν οἱανδήποτε θρησκείαν ἤθελον, ἀνεξιθρησκίαν). Ὁ αὐτοκράτωρ Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379-395)12 ἔκαμε τήν ὁριστικήν ἀποκατάστασιν τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τήν ἐπισημοποίησίν του μέ τό νά ὁρίσῃ τήν εἰδωλολατρίαν ὡς «ἐθνική δεισιδαιμονία» (δαιμονολατρία) καί ἀπηγόρευσεν ἁπάσας τάς εἰδωλολατρικάς θρησκευτικάς ἐκδηλώσεις (ὡς καί αὐτούς τούτους τούς Ὀλυμπιακούς ἀγῶνας). Ὁ Χριστιανισμός ἔγινε ἔκτοτε ἡ ἐπίσημος κρατική θρησκεία. Τό Ἑλληνορθόδοξον Βυζάντιον εἶναι πλέον μία διαγεγραμμένη αἰώνιος πραγματικότης, μέ τήν Ἑλληνικήν γλῶσσαν, Ἑλληνικήν παιδείαν, Ἑλληνικόν πολιτισμόν, Ἑλληνικόν περιβάλλον ὡς ἀρχαία ἀποικία Ἑλλήνων, Ἑλληνικήν καταγωγήν, Ἑλληνικά συγγράμματα, Ἑλληνικά κλασικά ἔργα τέχνης, πνευματικήν παράδοσιν ἀλλά καί τήν Ρωμαϊκήν τοιαύτην (Ρωμαῖος πολίτης, Ρωμηός, Ρωμηοσύνη, Ρωμαίηκα,13 Ρωμανία). Τί νά εἴπῃ κανείς διά τήν πρωτεύουσάν του, τήν Κωνσταντινούπολιν; Δέν ὑπάρχουν λόγια ἐγκωμιαστικά δι’ αὐτήν, οὔτε καί εἰς τήν πλουσίαν Ἑλληνικήν γλῶσσαν!  

 

Ὁ συνδετικός κρίκος τῶν ὑπηκόων τοῦ Βυζαντίου ἦτο ὁ Χριστιανισμός. Κράτος καί Ἐκκλησία ηὑρίσκοντο εἰς ἀπόλυτον ἁρμονικήν συνεργασίαν. Πλεῖστοι Αὐτοκράτορες ἔγιναν μοναχοί καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.14 Ὁ Ἑλληνισμός καί ὁ Χριστιανισμός ἦτο τό θεμέλιον, τό οἰκοδόμημα καί ψυχή τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶχον σπουδάσει τήν ἀρχαίαν Ἑλληνικήν γραμματείαν, τήν ἠθικήν φιλοσοφίαν της καί εἰς συνδυασμόν καί βελτιωμένων τῶν ἀξιῶν τούτων μέ τόν ἀκαινοτόμητον Χριστιανισμόν ἔφθασαν οὗτοι εἰς τό μεγαλεῖον τῆς δημιουργίας τῆς Ἑλληνοχριστιανικῆς (Ἱερᾶς) Παραδόσεως καί Παιδείας. Εἴμεθα εὐγνώμονες εἰς τούτους διά τήν κληρονομίαν ταύτην καί ὀφείλομεν νά τήν παραδώσωμεν εἰς τάς ἑπομένας γενεάς ἀπαραχάρακτον. 

 

Ἀπειλή μεγάλη τόν 4ον αἰῶνα μ.Χ. ἦσαν οΒησιγότθοι (Ἀλάριχος) μέ τούς ἐπικινδύνους Γερμανούς, οἱ ὁποῖοι ὑπηρέτουν ὡς μισθοφόροι καί εἰς τόν Βυζαντινόν στρατόν. Τό 445 μ.Χ., οἱ Οὗννοι μέ τόν Ἀττίλα ἐπραγματοποίησαν σοβαράς καί ἐπικινδύνους ἐπιδρομάς κατά τοῦ Βυζαντίου. Τό 554 μ.Χ., ὁ Ἰουστινιανός (527-565)15 ἐπολέμει συνεχῶς τούς Πέρσας (Σασσανίδες), οἱ ὁποῖοι ἐπραγματοποίουν ἐπανειλημμένας ἐπιθέσεις εἰς τά Βορειο-Ἀνατολικά σύνορα τοῦ Βυζαντίου (τήν Λαζικήν). Τό 537, ἐποίησεν οὗτος τά ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐν Κωνσταντινουπόλει. Τό 562 μ.Χ., ὁ Ἰουστινιανός ὑπέγραψε μέ τόν βασιλέα τῶν Περσῶν Χοσρόη πεντηκονταετῆ εἰρήνην πληρώνων φόρους εἰς τούς Πέρσας, ἀλλ’ ἐκράτησεν οὗτος τήν Λαζικήν (Γεωργίαν). Κατά τήν περίοδον τοῦ Ἰουστίνου Β΄ (565-576) ἕνας εἰκοσαετής πόλεμος (572-591 μ.Χ.) ἐξέσπασε μέ τούς Πέρσας εἰς τήν περιοχήν τῆς Ἀρμενίας καί οἱ Πέρσαι εἰσέβαλον εἰς τάς Βυζαντινάς ἐπαρχίας, φθάνοντες λεηλατοῦντες ἕως τήν Καππαδοκίαν. Τό 591 μ.Χ. ὑπεγράφη εἰρήνη μεταξύ τοῦ Μαυρικίου (582-602) καί Χοσρόη Β΄, ὅπου τό Βυζἀντιον ἐπῆρε τήν Ἀρμενίαν καί τμῆμα τῆς Μεσοποταμίας καί ἔπαυσε νά πληρώνῃ φόρους εἰς τούς Πέρσας. 

 

Ἀπό τήν ἐποχήν τοῦ Ἡρακλείου (610-641 μ.Χ.) καί τῶν διαδόχων τούτου τό Βυζάντιον ἐξελληνίζεται πλήρως καί γίνεται πράγματι ὁ φρουρός τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ περίοδος ἀπό τόν 7ον ἕως τόν 13ον αἰῶνα ἀποτελεῖ τήν κυρίως Βυζαντινήν ἤ Μεσοβυζαντινήν ἐποχήν. Καθ’ ὅτι, τό 1204 λαμβάνει χώραν ἡ πρώτη πτῶσις τοῦ Βυζαντίου ἀπό τούς βανδάλους, συλήτορας καί βεβήλους Σταυροφόρους, τούς αἱρετικούς βαρβάρους τῆς Δύσεως.16  Ὁ Ἡράκλειος ἦτο πολύ σημαντικός αὐτοκράτωρ καί μέ τάς νίκας του κατά τῶν Περσῶν ηὔξησε τήν ἀσφάλειαν καί τήν αὐτοπεποίθησιν εἰς τούς Χριστιανικούς λαούς. Τήν περίοδον ταύτην ἔχομεν τήν ἐμφάνισιν τῶν φανατικῶν «νεοφωτίστων» Ἀράβων καί ἡ, διά τοῦ «ἱεροῦ των συμβόλου», τῆς σπάθης, ἐξάπλωσίς των εἰς τήν Μεσόγειον ἦτο πολύ σύντομος. Ὁ κόσμος ἀλλάσσει πράγματι μέ τό σπαθί17 τῶν ἀντιχρίστων τούτων καί μέ τόν «ἱερόν των ζῆλον», εἰς τήν νέαν ταύτην θρησκείαν τῶν φανατικῶν βαρβάρων, νά κινδυνεύῃ ὅλος ὁ Χριστιανικός κόσμος.18 Ὁ ἰσλαμισμός ἀπειλεῖ Ἀνατολήν καί Δύσιν, ὁλόκληρον τήν Εὐρώπην, μετά τήν ὑποταγήν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, Ἀσίας καί Βορείου Ἀφρικῆς. 

 

Οἱ πόλεμοι τοῦ Ἡρακλείου καί Περσῶν διήρκεσαν ἕξ ἔτη (622-628) καί ἐσυνέχισεν οὗτος μέ τήν ἀπόκρουσιν τῶν Ἀβάρων (626). Οἱ Πέρσαι ἦχον ἀρπάξει τόν Τίμιον Σταυρόν καί διά τοῦτο ὁ Ἡράκλειος ἐπετέθη καί τούς ἐξεδίωξεν ἀπό τήν Μ. Ἀσίαν (ἱερός πόλεμος). Οἱ Ἄβαροι ἀπό τήν Θράκην καί οἱ Πέρσαι ἀπό τήν Μ. Ἀσίαν, ὅπου εἶχον φθάσει οὗτοι ἕως τήν Χαλκηδόνα καί ὁ Ἡράκλειος ἦτο, τήν περίοδον ταύτην, εἰς τήν Ἀρμενίαν. Ὁ ἀνήλικος υἱός τοῦ Ἡρακλείου Κωνσταντῖνος μέ ἐπιτρόπους του, τόν Πατριάρχην Σέργιον καί τόν Μάγιστρον Βῶνον ἀπέκρουσαν τούς Ἀβάρους καί Πέρσας, τῇ βοηθείᾳ τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τῆς Παναγίας Μητρός τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ ἡμῶν. (Καλοκαίρι 626).19      

 

ἐπαίσχυντος μωαμεθανισμός καί ἡ ἐξάπλωσις τῶν Ἀράβων ἀρχίζει τό 622. Τό 632, ὁ Μωάμεθ ἐπέθανε καί οἱ χαλίφηδές του ξεκινοῦν μέ τήν πλάνην των, τόν «ἱερόν των φανατισμόν», τόν πόλεμον κατά τῶν γειτονικῶν λαῶν, μέ σύνθημά των «ὑποταγή τῶν ἀπίστων». Ὑποτάσσουν τούς Πέρσας καί εἰσβάλλουν εἰς τήν Παλαιστίνην καί Συρίαν. Αἱ Ἀνατολικαί ἐπαρχίαι τοῦ Βυζαντίου ὑπετάγησαν εἰς τούς Ἄραβας καί τό 641, ἡ Αἰγυπτος ὑπετάχθη καί αὕτη. Τό 673, οἱ Ἄραβες ἐπολιόρκησαν τήν Κωνσταντινούπολιν καί τό 678, ἠναγκάσθησαν νά λύσουν τήν πολιορκίαν. 

 

Τό 717, ἐπί Λέοντος Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου (717-741), οἱ Ἄραβες διέσχισαν καί πάλιν τήν Μ. Ἀσίαν καί ἔφθασαν πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὕτη ἦτο ἡ Δευτέρα πολιορκία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ἄραβας, ἡ ὁποία διήρκεσεν ἐπί ἕν ἔτος, ἀλλ’ οἱ Βυζαντινοί ἀπέκρουσαν τούς Ἄραβας τῇ βοηθείᾳ τοῦ «ὑγροῦ πυρός». Τό 740, ὁ Λέων Γ΄ εἰς τό Ἀκροϊνόν τῆς Φρυγίας ἐνίκησε τούς μουσουλμάνους καί ἔφυγον οὗτοι πό τήν Μ. Ἀσίαν. Τό ἔτος 840, κατά τήν περίοδον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοφίλου (829-842), ὁ πόλεμος μέ τούς Ἄραβας ἤρχισε καί πάλιν καί καταστρέφουν οἱ βάρβαροι οὗτοι τό Ἀμόριον τῆς Φρυγίας, πατρίδα τῆς δυναστείας τοῦ Θεοφίλου. Τό 863, οἱ στρατηγοί τοῦ Μιχαήλ Γ΄ (842-867), Βάρδας καί Πετρωνάς ἐνίκησαν τούς Ἄραβας. 

 

Ὁ Καρλομάγνος20 δημιουργεῖ εἰς τήν Δυτικήν Εὐρώπην μίαν μεγάλην αὐτοκρατορίαν καί τό 800 μ.Χ. στέφεται Αὐτοκράτωρ ἀπό τόν πάπαν. Προσεπάθησε νά κυριαρχήσῃ καί εἰς τό Βυζάντιον, ἀλλ’ ἀπέτυχεν. Ὁ Βασίλειος ὁ Α΄ (867-886)  μέ πολλάς νικηφόρους ἐκστρατείας ἀπώθησε τούς Ἄραβας ἀπό τά ἀνατολικά σύνορα τοῦ Βυζαντίου. Ὁ Ἰωάννης Τσιμισκής (969-976) ἀνέκτησε τήν Συρίαν καί τήν Παλαιστίνην. Ἐν συνεχείᾳ, ὁ Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος (976-1025) προυχώρησεν ὡς τά νότια τῆς Κασπίας καί ἡδραίωσε τήν Βυζαντινήν κυριαρχίαν, εἰς τήν περιοχήν ταύτην. 

 

Τό Ρωσικόν κράτος τοῦ Κιέβου ἱδρύετε κατά τόν 9ον αἰῶνα μ.Χ. Βυζαντινοί ἱεραπόστολοι ἐπεσκέπτοντο τήν Ρωσίαν καί ἐκχριστιάνισαν τούς Ρώς καί ὁ ἡγεμών τούτων, ὁ Βλαδίμηρος (958-1015),21 ἔγινε Χριστιανός καί διέδωσε τόν Χριστιανισμόν εἰς τήν Ρωσίαν˙ ἔλαβε δέ σύζυγόν του τήν πριγκίπισσαν Ἄννα, ἀδελφήν τοῦ Βασιλείου Β΄ τοῦ Βουλγαροκτόνου. Οἱ Ρῶσοι ἦσαν πραγματικά πνευματικά τέκνα τοῦ Βυζαντίου, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν Χριστιανοί καί συνεχίζουν μέ τόν Ἑλληνικόν (Ὀρθόδοξον) Χριστιανισμόν καί πολιτισμόν ἕως σήμερον. Τό Κίεβον κατέστη ἡ ἱερά πόλις τῶν Ρώς καί τό κράτος των ἔφθασεν εἰς μεγάλην ἀκμήν εἰς τά ἔτη τοῦ Γιαροσλάβ τοῦ Σοφοῦ (978-1054). Τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ἑλληνική πολιτεία, ὡς αἱρετικοί, ἀποστάται καί Ἑβραιο-μασόνοι ὑποτελεῖς τῆς ΕΕ, Η.Π.Α. καί ΝΑΤΟ καταφέρονται κατά τῶν πνευματικῶν τέκνων τῆς Ἑλλάδος καί ἐδημιούργησαν σοβαρά προβλήματα εἰς τούς ἀδελφούς μας τούς Ρώσους μέ τήν Οὐκρανίαν καί πλεῖστα ἄλλα. Ὁ Ἑλληνορθόδοξος, ὅμως, λαός μας δέν πρόκειται νά ἐγκαταλείψῃ οὐδένα ἀπό τούς Ὀρθοδόξους λαούς καί πνευματικούς ἀδελφούς του. Ἡ ἔλλειψις πνευματικῆς καί πολιτικῆς ἡγεσίας εἶναι τό μεῖζον πρόβλημα τῆς Ἑλλάδος τῆς σήμερον.  

 

Τό 1054, τό σχίσμα μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως λαμβάνει χώραν μέ Αὐτοκράτορα τόν Κωνσταντῖνον Θ΄ τόν Μονομάχον (1042-1055) καί Πατριάρχην τόν Μιχαήλ Κηρουλάριον. Τόν 11ον αἰῶνα ἐμφανίζονται εἰς τήν Ἀνατολήν οἱ Μογγόλοι, οἱ Σελτζοῦκοι Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι ἐξισλαμίσθησαν (ἀπό «δύο εἰς ἕνα», τώρα). Εἰς τήν Δύσιν, κατόπιν τοῦ Σχίσματος, ἡ ἐχθρική διάθεσίς22 των αὐξάνει καί τό χάσμα διευρύνεται. Ἀκολουθοῦν αἱ σταυροφορίαι τῶν αἱρετικῶν βασιλίσκων τῆς Εὐρώπης, μέ τάς ὁποίας προσπαθοῦν νά καταλάβουν τό Βυζάντιον. Τό 1204, οἱ ἀπολίτιστοι ἐκδικητικοί καί βάρβαροι οὗτοι κυριεύουν καί ἐξανδραποδίζουν τήν Κωνσταντινούπολιν.23   

 

Οἱ Μογγόλοι τοῦ φυλάρχου Σελτζούκ λαμβάνουν τώρα τήν σκυτάλην τῶν βαρβάρων τοῦ Ἰσλάμ καί ἀπό τάς στέπας τοῦ Τουρκεστάν ἔφθασαν ἕως τήν Μεσοποταμίαν (τέλος 10ου αἰῶνος) καί ἀφ’ οὗ ἐδέχθησαν τόν μουσουλμανισμόν, ὑπηρέτουν ὡς μισθοφόροι εἰς διαφόρους μουσουλμάνους ἡγέτας. Τόν 11ον αἰῶνα ἐξηπλώθησαν εἰς τό Ἰράν καί κατέστησαν κύριοι τοῦ Χαλιφάτου τῆς Βαγδάτης. Ἀπ’ ἐκεῖ οἱ βάρβαροι οὗτοι εἰσέβαλλον εἰς τάς ἐπαρχίας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τήν Μεσοποταμίαν, τήν Ἀρμενίαν καί τήν Καππαδοκίαν. Ὁ Αὐτοκράτωρ Ρωμανός Δ΄ ὁ Διογένης (1068-1071)24 προσεπάθησε, ματαίως ὅμως, νά σταματήσῃ τάς ἐπιδρομάς τῶν Τούρκων. Τό 1071, εἰς τήν ἐπάρατον Μάχην τοῦ Ματζικέρτ, ὁ Βυζαντινός στρατός ἐπροδώθη, ἔπαθε σύγχυσιν καί ὑπέστη τήν πρώτην πανωλεθρίαν, ὁ δέ Ρωμανός συνελήφθη αἰχμάλωτος. Αἱ συνέπειαι τῆς καταστροφῆς ταύτης εἶχον καί ἔχουν φοβεράς ἱστορικάς ἐπιδράσεις εἰς τόν Ἑλληνισμόν καί ἅπαντα τόν Χριστιανικόν κόσμον. Δυστυχῶς, τό 1071 εἶναι ἡ ἀρχή τῶν δεινῶν τοῦ Βυζαντίου, τῆς Ρωμανίας, τοῦ Ἑλληνισμοῦ. 

 

Ἐν συνεχείᾳ, οἱ Κομνηνοί ἐφρόντισαν νά ἀντιμετωπίσουν τούς βαρβάρους τούτους καί ἐπολέμησαν τούς Σελτζούκους μέ πολλάς ἐπιτυχίας. Τό 1176, ὅμως, ὁ Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180), εἰς τά βουνά τῆς Φρυγίας, εἰς τό Μυριοκέφαλο,25 ἔπαθε τήν δευτέραν μεγάλην πανωλεθρίαν καί οὕτως, οἱ Μογγόλοι καί νῦν μουσουλμάνοι Τοῦρκοι ἐγκατεστάθησαν πλέον εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν, ὅπου οἰκειοποιοῦνται καί καταστρέφουν τήν Ἑλληνορθόδοξον κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνισμός ἦτο, δυστυχῶς, εἰς συνεχεῖς πολέμους μέ τούς ἀλλοθρήσκους (μουσουλμάνους) καί τούς ἑτεροδόξους (παπικούς).  

 

Αἱ ἑπτά ἐπάρατοι Σταυροφορίαι εἶχον μέγα κόστος διά τό Βυζάντιον, ἀπό τό 1095 (Α΄ Σταυροφορία),261147 (Β΄ Σταυροφορία), 1189 (Γ΄), 1204 (Δ΄), 1217 (Ε΄), 1248/9 (ΣΤ΄) ἕως τό 1270 (Ζ΄ Σταυροφορία). Μέ τήν Δ΄ Σταυροφορίαν (1204), οἱ βάνδαλοι οὗτοι ἐπιδρομεῖς ὑπέταξαν τήν Κωνσταντινούπολιν˙ κατέστρεψαν τό Βυζαντινόν κράτος καί τόν πολτισμόν του, κατελῂστευσαν τόν πλοῦτόν του, τούς ἱστορικούς καί θρησκευτικούς θησαυρούς του, χειρόγραφα, εἰκόνας, λείψανα ἁγίων. Ἦτο ἡ πρώτη πτῶσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί δή εἰς τούς ζηλοφθόνους βαρβάρους τῆς Δύσεως.27 Ἡ ἀρπαγή καί ἡ καταστροφή ἔργων τέχνης, θρησκευτικῶν κειμηλίων καί χειρογράφων ἦτο ἀνυπολόγιστος. Ἡ ἅλωσις αὕτη τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1204 ἔκλεισε μίαν λαμπράν σελίδα τῆς Μεσαιωνικῆς Ἱστορίας τοῦ Βυζαντίου καί ἀρχίζει μία νέα, ἀλλά πολύ διαφορετική, καθ’ ὅτι αὕτη εἶναι πλέον διαμεμελισμένη καί μέ μίαν ἐθνικήν συνείδησιν περί τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ ἑνιαία Βυζαντινή Αὐτοκρατορία διαμελίζεται τώρα ἀπό τούς «χριστιανούς» (τούς φέροντας ἀναισχύντως σταυρόν αἱρετικούς) καί βαρβάρους τῆς Δύσεως καί σχηματίζονται Λατινικά καί Ἑλληνικά κράτη. Κατόπιν πεντήκοντα ἑπτά ἔτη, τό 1261, ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας, ἕν ἀπό τά Ἑλληνικά κράτη, ἀνακτᾷ τήν Κωνσταντινούπολιν. 

 

Τά Ἑλληνικά κράτη εἶναι πλέον τρία. Πρῶτον, ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζοῦντος μέ τά ἐγγόνια τοῦ Ἀνδρονίκου Κομνηνοῦ (1183-1185), τόν Ἀλέξιον καί τόν Δαβίδ Κομνηνόν. Ὠργάνωσαν οὗτοι τήν ἀκριτικήν ταύτην περιοχήν τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί συντόμως ἤκμασεν ἕως τό 1461˙ παρ’ ὅλον ὅτι κατελήφθη ἀπό τούς ἀπολιτίστους Ὀθωμανούς, παρέμεινεν κέντρον Ἑλληνισμοῦ ἕως τήν Μικρασιατικήν καταστροφήν τοῦ 1922. Δεὐτερον, ἦτο τό Δεσποτᾶτον τῆς Ἡπείρου μέ ἱδρυτήν τόν Μιχαήλ Ἄγγελον, Δοκα Κομνηνόν καί μέ βοηθούς τά ἀδέλφιά του, τόν Θεόδωρον καί τόν Μανουήλ. Ὁ Δεσπότης Θεόδωρος ἐπῆρε τήν Θεσσαλονίκην τό 1224. Τρίτον, ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας. Τό 1206, ὁ Θεόδωρος Λάσκαρις (1204-1222) στέφεται ἀπό τόν Πατριάρχην εἰς τήν Νίκαιαν «Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων». Ἔκαμνε δέ οὗτος τεραστίας προσπαθείας ὡς ἱδρυτής του, ὥστε νά διασσῃ τό κράτος του ἀπό τάς ἐπιθέσεις τῶν σταυροφόρων.  

Τόν Θεόδωρον Λάσκαριν διεδέχθη τό 1222 ὁ Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1222-1254),28 ὁ πλέον δραστήριος ἡγεμών τῆς περιόδου ταύτης. Ὁ Βατάτζης ἔκαμε τό κράτος τῆς Νικαίας ἰσχυρόν, μεγάλον εἰς ἔκτασιν, πλούσιον καί ὠργανωμένον, ἀπό τά πλέον σύγχρονα κράτη τῆς Ἀνατολῆς. Τό 1246 ἐπῆρεν οὗτος τήν Θεσσαλονίκην καί ἐνίκησε τούς Βουλγάρους. Διάδοχος τοῦ Ἁγίου Ἰάννου τοῦ Βατάτζη ἦτο ὁ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258), ἱκανός διοικητής, λόγιος, πνευματικός καί οὗτος, καί προεστάτευσε τήν ἀρχαίαν Ἑλληνικήν παιδείαν καί πάντας τούς πνευματικούς ἀνθρώπους. Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Νικαίας προσέφεραν πάρα πολλά εἰς τό κράτος των καί ἡ εὐημερία τῶν πολιτῶν των ἦτο τεραστία κατά τήν μικράν ταύτην περίοδον τῆς διοικήσεώς των. 

Τόν Αὔγουστον τοῦ 1261, ὁ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1259-1282) ἐμβαίνει θριαμβευτής εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν καί ἔγινεν ἡ στέψις του, ὡς Αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων, εἰς τήν Ἁγίαν Σοφίαν. Αὕτη ἦτο ἡ τελευταία δυναστεία τοῦ Βυζαντίου, ἡ Δυναστεία τῶν Παλαιολόγων. Δυστυχῶς, τό Βυζάντιον ἀπό τόν 12ον αἰῶνα ἀπώλεσεν ἐν μέρει τόν ἔλεγχον τῆς Μ. Ἀσίας (Μάχαι τοῦ Ματζικέρτ καί Μυριοκεφάλου). Μία ἐπιδρομή τῶν Μογγόλων τοῦ Τζέν-γκις Χάν ἔφθασεν εἰς τήν Μ. Ἀσίαν καί μέ ἄλλας τουρκικάς φυλάς ἐγκατεστάθησαν εἰς τάς Μικρασιατικάς ὀρεινάς περιοχάς, ὡς καί οἱ Ὀθωμανοί. Μία πανσπερμία Μογγόλων, μουσουλμάνων, Τούρκων, Ὀθωμανῶν καί ἄλλων νομάδων ἐδημιούργησαν κράτος, τό ὁποῖον τῇ βοηθείᾳ τῶν ἀρπακτικῶν τῆς Δύσεως, τρομοκρατεῖ, καταδυναστεύει καί ἀφανίζει τούς λαούς τῆς περιοχῆς ταύτης ἕως σήμερον. 

Τό 1326, οἱ ἀγροῖκοι οὗτοι μιξογενεῖς (πανσπερμία τῆς συμφορᾶς) κυριεύουν τήν Προῦσαν, τήν ὁποίαν κάμνουν ἕδραν τοῦ ἀνεξαρτήτου κράτους των, σουλτανάτου, τό ὁποῖον ὠνομάσθη Ὀθωμανικόν κράτος ἀπό τό ὄνομα τοῦ ἱδρυτοῦ του, τοῦ Ὀσμάν. Τόν 14ον αἰῶνα καθιέρωσαν τήν περιοδικήν στρατολογίαν καί τόν ἐξισλαμισμόν τῶν Χριστιανοπαίδων (τό ἀπάνθρωπον παιδομάζωμα), ὥστε νά ἐπανδρώσουν τά ἐπίλεκτα σώματα τῶν γενιτσάρων, 

Τό 1391, ὁ Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1391-1425) ἔγινεν αὐτοκράτωρ μιᾶς κατ’ ὄνομα αὐτοκρατορίας. Ἡ Κωνσταντινούπολις ἦτο πολιορκημένη ἀπό τούς Τούρκους. Ὁ Μανουήλ ἀπεφάσισε νά ταξιδεύσῃ εἰς τήν Δύσιν διά βοήθειαν.29 Ἀφ’ οὗ περιώδευσεν εἰς ὅλας τάς μεγάλας πρωτευούσας ἔφθασεν καί εἰς τό Λονδῖνον. Ἅπαντες τόν ἐδέχθησαν μέ συμπάθειαν, ἀλλ’ αἱ συζητήσεις διά βοήθειαν ἦσαν ἀόριστοι ὑποσχέσεις, ἡ ὁποία οδέποτε ἦλθε, διότι ὅλα αὐτά τά ἔτη ἡ προπαγάνδα τῆς Ρώμης (τοῦ πάπα) ἦτο ὅτι, δέν ἀξίζει νά χαλᾷ κανείς τήν ἡσυχίαν του διά τούς «σχισματικούς αὐτούς Ἕλληνες».30  

Γ΄. Κατάληψις ὑπό τῶν Ἐξισλαμισμένων Μογγόλων 

Εἰς τό τέλος τοῦ 14ου αἰῶνος, ἡ αὐτοκρατορία τοῦ Τζέν-γκις Χάν ἀνακάμπτει μέ τήν ἡγεσίαν τοῦ Ταμερλάνου (Τιμούρ-Λένκ). Οὗτος ἐξήπλωσε τήν κυριαρχίαν του ἀπό τήν Νότιον Ρωσίαν ἕως τάς Ἰνδίας, Μεσοποταμίαν, Συρίαν καί κατέστρεψεν ὁ ἀγροῖκος οὗτος τά πάντα εἰς τήν πορείαν του. Κατόπιν τῆς Συρίας, αἱ ὀρδαί τῶν βανδάλων Μογγόλων εἰσέβαλον εἰς τήν Μ. Ἀσίαν. Τό 1430, ἡ Θεσσαλονίκη ἔπεσεν εἰς τούς βαρβάρους τούτους, τούς Τούρκους. 

Οἱ ἀπολίτιστοι Τοῦρκοι συνεχίζουν τήν ἐξάπλωσίν των καί ἡ Κωνσταντινούπολις ζῇ περιόδους ἀγωνίας καί διχασμοῦ μέ τήν ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν (ψευδο-σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας, 1438/9), τήν ὁποίαν συνεχίζουν καί διευρύνουν οἱ ψευδο-πνευματικοί ἡγέται καί σήμερον. Εἰς τάς 29 Μαΐου 1453, ἡ Μεσαιωνική Ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἔφθασεν εἰς τό τέλος της.31 Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας τῆς ψευδο-ἑνώσεως ὡδήγησαν τήν Βυζαντινήν Αὐτοκρατορίαν εἰς τήν πτῶσίν της, καί οἱ ψευδο-ἡγέται ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ἀνεπίδεκτοι μαθήσεως. Ὁ Νέος Ἑλληνισμός, μετά ἀπό 400 χρόνια φοβερᾶς δουλείας ἔφθασε εἰς τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 182132 καί κατόπιν πραγματικῆς μετανοίας, ἐπιστροφῆς εἰς τήν παραδοσιακήν Ὀρθοδοξίαν καί διά τῆς θείας Προνοίας θά πραγματοποιηθῇ καί τό ὄνειρον τοῦ Ἑλληνισμοῦ. «Πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς, πάλι δικιά μας θἆναι.»33 Ἀλλ’ ἔχομεν μέγαν ἀγῶνα ἔμπροσθέν μας, τόν πόλεμον κατά τοῦ ἐπαράτου καί ἀντιχρίστου οἰκουμενισμοῦ καί τήν ἀντίστασίν μας κατά τῆς πλάνης τοῦ πρασίνου ὁλοκληρωτισμοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία διεσώθη τό 1439 διά τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Ἐπισκόπου τῆς Ἐφέσου, ὅς λέγει: «οὐχί ὑπογράφω, οὐ ποιήσω τοῦτό ποτε, κἄν εἴ τι καί γένηται»˙ «λοιπόν ἐποιήσαμεν οὐδέν» (ἀπαντᾷ ὁ πάπας Εὐγένιος Δ΄).34  Ὁ μέν Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος παραμένει μόνος ἄνευ βοηθείας ἀπό τήν αἱρετικήν Δύσιν, παρ’ ὅλην τήν ἕνωσιν. Ὁ δέ Μωάμεθ Β΄ κατέλαβε τήν Κωνσταντινούπολιν, «ἡ Πόλις ἑάλω». Τό γεγονός τοῦτο εἶναι τό χείριστον κακόν διά τήν Ἑλληνικήν Ἱστορίαν. Τήν Ἄνοιξιν τοῦ 1461, ἔχομεν καί τήν πτῶσιν τῆς Τραπεζοῦντος, τῆς Ποντιακῆς πρωτευούσης. 

Ἡ δυτική πλευρά τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικρατείας (δυτικῶς τοῦ Αἰγαίου) ἀπηλευθερώθη ἐν μέρει ἀπό τό 1821 ἕως τό 1920.35 Δυστυχῶς, ἡ Ἄνατολική Θράκη, ἡ πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολις καί ἡ Μικρά Ἀσία παραμένουν ὑπό τουρκικήν κατοχήν. Τό 1908 ἔλαβε χώραν ἡ ἐπανάστασις τῶν ἀγροίκων ἐκ τῶν βαρβάρων τούτων, τῶν Νεοτούρκων, τοῦ ντονμές Μουσταφά Κεμάλ, οἱ ὁποῖοι εἶχον ὡς στόχον των τήν γενοκτονίαν,36 τήν ἐξόντωσιν ἤ τήν ἐκδίωξιν τῶν Ἑλλήνων καί Ἀρμενίων ἀπό τάς πατρογονικάς των πατρίδας.37 Οἱ ἀπάτριδες καταληψίαι τοῦ παρελθόντος καί οἱ τζιχαντισταί ἀπόγονοί του συνεχίζουν καί σήμερον τήν ἰδίαν «ὑψηλήν» πολιτικήν κατά τόν πέριξ λαν Κούρδων, Συρίων καί δή κατά τῆς Ἑλλάδος.38 

δυσώνυμος Μουσταφά Κεμάλ εἶχεν ὡς σύνθημά του, «ἡ Τουρκία διά τούς Τούρκους», καί οὗτος, ὡς ἀντίχριστος ἐκ πάσης ἀπόψεως, εἶχε συλλάβει τό σατανικόν σχέδιον ἐξοντώσεως τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.39 Ἀρχίζει ἀπό τό 1914 μέ ἐπιστρατεύσεις τῶν μειονοτήτων, μέ τά τάγματα ἐργασίας, μέ ἐκτοπίσεις, μέ πορείας εἰς τά βάθη τῆς Ἀνατολῆς, μέ βιασμούς, μέ ἀπαγχονισμούς. Συνεχίζει, μέ σφαγάς καί δολοφονίας τῶν Ἑλλήνων καί Ἀρμενίων. Ἐξοντώνει αἱμοδιψής οὗτος ἐγκληματίας 1.500.000 Ἀρμενίους καί 353.000 Ποντίους, ἀπό τό 1916 ἕως τό 1923, μέ ἀποκορύφωμα τάς σφαγάς τῆς 19ης Μαΐου 1919 εἰς τήν Σαμψοῦντα. Κατόπιν τῆς καταρρεύσεως τοῦ Μικρασιατικοῦ Μετώπου τῶν Ἑλλήνων ἐπηκολούθησε τό ξερρίζωμα40 ἀπό τάς πατρογονικάς ἑστίας,41 κατόπιν 3.422 ἐτῶν, 1.500.000 Ἑλλήνων, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 400.000 ἦσαν Πόντιοι. Ἐπίσης, 1.000.000 Ἑλληνοπόντιοι κατέφυγον εἰς τήν Σοβιετικήν Ἕνωσιν (Ρωσίαν), ἡ ὁποία, δυστυχῶς, ηὑρίσκετο ὑπό κατοχήν ἀπό τούς Ἑβραιο-Μπολσεβίκους.42 

Μία χρονολογική σειρά τῶν ἐγκλημάτων τοῦ ἀντιχρίστου Μουσταφά Κεμάλ εἶναι ἑξῆς: (1) Τό 1915, τ ρμενικόν λοκαύτωμα, τό ὁποῖον σχεδιάσθη ὑπό τῶν Ντονμέδων (Κρυπτο-Ἑβραίων) Νεοτούρκων, φησεν 1,5 κατομμύριον ρμενίων χριστιανν δολοφονημένους. (2) Τό 1918, ὁ βάρβαρος Ντονμές Μουσταφά Κεμάλ (“τατούρκ” = Πατέρας λων τν Τούρκων, ὁ Ἀταέβρ. Sic.) ἀναλαμβάνει τήν ἡγεσίαν τῆς ὑπαναπτύκτου μουσουλμανικῆς Τουρκίας καί ἐντός ὀλίγων ἐτῶν σφαγιάζει 353 χιλιάδας Ποντίων. (3) Τό 1920, οἱ βραιορσοι Μπολσεβίκοι φοδιάζουν τούς Νεοτούρκους, τόν Μουσταφά Κεμάλ, μέ 10 κατομμύρια χρυσά ρούβλια,43 45.000 τουφέκια, 300 πολυβόλα. (4) Τό 1921, Μουσταφά Κεμάλ καταλαμβάνει τ λιμάνι το Μπακού44 καί τό παραχωρε εἰς τούς βραιορώσους Μπολσεβίκους˙ πέντε μέραςργότερον, οἱ Ρόθτσάϊλντς (Rothschild) εναι χαρούμενοι, δεδομένου τι χουν πλέον τήν Baku Oil Company τους, εἰς τήν βραιορωσικήν ἐπικράτειαν τν Μπολσεβίκων. (5) Τό 1922, ο Ντονμέδες Κεμαλιστές, νορχηστρώνουν τήν πυρπόλησιν τς Σμύρνης, μέ ποτέλεσμα 100.000 Χριστιανοί, νά βασανιστον, νά πεινάσουν, νά βιασθον καί νά θανατωθον,45 εἰς τήν πατρογονικήν των γῆν, εἰς τήν ὁποίαν ἔζων οἱ πρόγονοί των ἐπί 3.000 ἔτη.  

 

Δ΄. Ἐπίλογος: Ἡ Πρόσκαιρος Ἀπώλεια καί ἡ Συνεχιζομένη Ἐλπίς 

πυρπόλησις τῆς Σμύρνης (1922)46 καί αἱ σφαγαί τῶν Χριστιανῶν μειονοτήτων εἶναι τεράστιαι, ἀλλά καί εὐθύνη τῆς ἀνθελληνικῆς Δύσεως πολύ μεγάλη. Τά ἀπάνθρωπα ἐγκλήματα εἰς τόν Πόντον καί τήν Σμύρνην ἀπό τόν σφαγέα Μουσταφά Κεμάλ πρωτοφανῆ καί μοναδικά εἰς τήν Ἱστορίαν˙ διδάσκαλος ἀνεδείχθη οὗτος καί τοῦ Χίτλερ47 καί λοιπῶν Ναζιστῶν. Αἱ σφαγαί αὗται τῶν Ἑλλήνων θά εἶχον ἀποτραπῆ ἐάν αἱ συμμαχικαί δυνάμεις, τῶν ὁποίων τά πλοῖα ἐστάθμευον εἰς τόν λιμένα τῆς Σμύρνης ἀπηγόρευαν εἰς τόν Κεμάλ νά πράξῃ τοιούτου εἴδους βιαιότητας καί γενοκτονίας.48 Ἡ σιωπηρά αὕτη ἀποδοχή τῆς σφαγῆς καί τῶν ἐγκλημάτων τούτων ἐκ μέρους τῶν Μεγάλων Δυνάμεων τῆς Εὐρώπης καί τοῦ πάπα49 ἐνεθάρρυνε τόν ἐγκληματίαν Κεμάλ νά συνεχίσῃ τό σατανικόν ἔργον του. Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωσις καί τό δουλοπρεπές ΝΑΤΟ ἦσαν εἶναι καί θά εἶναι ἐχθρικοί πρός τήν Ἑλλάδα˙ καθ’ ὅτι αὗται εἰσίν αἱ ἐντολαί τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τάς ὁποίας ἐκτελοῦν.50 Τοιουτοτρόπως, ἀπωλέσθη ἡ Μ. Ἀσία, ἡ Ἀνατολική πλευρά (ὁ ἀριστερός πνεύμων) τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἀπόστασία (Νεο-ἡμερολόγιον, σχίσμα μέ τούς λοιπούς Ὀρθοδόξους καί συνεχίζουν παντοιοτρόπως ἕως σήμερον) τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τό 1920 ὡδήγησεν τήν Μικράν Ἀσίαν εἰς τήν ἀπώλειαν. 

Τέλος. ἡ ἀπώλεια αὕτη εἶναι προσωρινή διότι κατόπιν μετανοίας ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων, ἐγκατάλειψιν τῶν αἱρέσεων ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,51 καί ἀνάληψιν τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας τῆς Ἑλλάδος ὑπό πατριωτῶν Ἑλληνορθοδόξων καί οὐχί ὑπό ξένων δουλοπρεπῶν Νεο-ἐποχιτῶν ψευδο-ἡγετίσκων, οἱ ὁποῖοι διαφθείρουν καί καταστρέφουν τήν Ἑλλάδα ἀπό τό 1974, τά πάντα διορθώνονται διά τῆς θείας Χάριτος καί διά τοῦ Ἑλληνορθοδόξου πιστοῦ λαοῦ μας. 52  Ὁ Θεός νά ἀναπαύσῃ τούς ἡρωϊκούς προγόνους μας, οἱ ὁποῖοι ἔχασαν τήν ζωήν των ἀπό τάς σφαγάς τῶν βαρβάρων τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς καί τήν ἀδιαφορίαν τῶν βαρβάρων τῆς Δύσεως. Καλή λευτεριά εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν, Πόντον, Ἀνατολικήν Θράκην, Κωνσταντινούπολιν καί Βόρειον Κύπρον. Οἱ βάρβαροι οὗτοι ἀπόγονοι τῶν Μογγόλων μουσουλμάνων τοῦ Τζέν-γκις Χάν καί Ταμερλάνου κατέχουν μόνον προσκαίρως τήν Ἀνατολικήν Ρωμανίαν, ὡς φιλόξενοι τῆς Ἱστορίας˙ ὁ καιρός δέ ἐγγύς53 ἵνα ἐπιστραφῶσιν ἅπαντα τά κατεχόμενα ἐδάφη εἰς τούς Ἕλληνας,54 εἰς τούς ὁποίους ἀνοίκουν ἄνω τῶν τριῶν χιλιάδων ἐτῶν. Τό συμπέρασμα, τό ὁποῖον προκύπτει εἶναι ὅτι, ὁ Ἕλληνας, λόγῳ καταγωγῆς, δέν ἔχει δικαίωμα νά εἶναι ἀδιάφορος, νά εὑρίσκεται ἐν ἀγνοίᾳ, νά εἶναι αἱρετικός, νά εἶναι ἄθεος, νά παρασύρεται ἀπό τήν κοσμικήν πλάνην τῆς σήμερον, καθ’ ὅτι γιγνώσκει τήν ἀρχαίαν Ἑλληνικήν ἠθικήν φιλοσοφίαν καί τήν Ἀποκαλυφθεῖσαν Ἀλήθειαν. Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Διατί μέ τοιοῦτον μοναδικόν παρελθόν νά ὑποπέσωμεν εἰς τόσα μείζονα σφάλματα καί θανασίμους ἁμαρτίας; Τά ὀψώνια τῶν ἁμαρτιῶν μας, καί δή ἐμοῦ τοῦ ἐσχατωτάτου πάντων, εἶναι ἡ κατάστασις, εἰς τήν ὁποίαν εὑρισκόμεθα σήμερον. Μετάνοια, προσευχή καί ἐπιστροφή εἰς τήν πρό τοῦ 1920 παράδοσιν, ἵνα ὁ Θεός ἐλεήσῃ ἡμᾶς καί ἐπιστρέψωμεν εἰς τάς ἀλησμονήτους καί εἰς προσωρινήν ἀπώλειαν πατρίδας μας, τήν καθ’ ἡμᾶς Ἁγιοτόκον Ἀνατολήν.  

   

https://orthodoxostypos.gr/wp-content/uploads/2020/07/agia-sofia3-1.jpg