Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΓΝΩΜΗΣὉ ἅγιος Διονύσιος Ζακύνθου
17 Δεκεμβρίου

Τοῦ Κων/νου Α. Οἰκονόμου
δασκάλου τοῦ 16ου Δημοτικοῦ Σχολείου Λάρισας

ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ: Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε τὸ 1547 στὸν Αἰγιαλὸ Ζακύνθου. Τὸ κοσμικὸ ὄνομά του ἦταν Δραγανίγος Σιγοῦρος. Ἡ εὔπορη οἰκογένειά του κατεῖχε μεγάλη ἔκταση γῆς, ἐνῶ ὁ πατέρας του, Μώκιος, συμμετέχοντας στὸ βενετικὸ πόλεμο κατὰ τῶν Τούρκων ἀπέκτησε ἀριστοκρατικὸ ἀξίωμα. Ὁ Ἅγιος εἶχε δύο ἀδέλφια, τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὴ Σιγοῦρα. Σύμφωνα μὲ τοπικὴ παράδοση, ὁ Ἅγιος εἶχε γιὰ ἀνάδοχο τὸν προστάτη Κεφαλλονιᾶς, ἅγιο Γεράσιμο. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία, ἡ οἰκογένειά του τοῦ παρεῖχε χριστιανικὴ ἀνατροφή, ἐνῶ εἶχε προσλάβει καὶ ἕνα δάσκαλο ὀνόματι Καιροφυλᾶ, ὥστε νὰ μεταδώσει στὸν μικρὸ τόσο γνώσεις θύραθεν παιδείας, ὅσο καὶ «ἐκκλησιαστικὰ γράμματα». Εἶναι βέβαιο πὼς ἀπέκτησε σημαντικὴ μόρφωση, ἀφοῦ γνώριζε ἄψογα ἀρχαῖα ἑλληνικά, ἰταλικὰ καὶ λατινικά. Ἡ θεολογική του ἐπάρκεια ἀποδεικνύεται ἀπὸ μία ἐργασία του, ποὺ διασώθηκε, καὶ ἀφορᾶ σὲ ὑπομνηματισμὸ κειμένων τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ: Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν καὶ μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ δωρεὰ ὅλης τῆς περιουσίας στὸν ἀδελφό του μὲ μνεία στὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀδελφῆς του, ἀποφασίζει, ὑπακούοντας στὴν κλήση του ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ δεχθεῖ τὸ “ἀγγελικὸ” σχῆμα ἀκολουθώντας ἀσκητικὸ βίο. Ἐκάρη στὴ μονὴ Στροφάδων, στὸ ὁμώνυμο νησὶ νότια τῆς Ζακύνθου, παίρνοντας τὸ ὄνομα Δανιήλ. Ἐκεῖ ἀφιερώθηκε στὴν προσευχή, τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ ζοῦσε ἀσκητικὸ βίο, ποὺ τόσο ποθοῦσε. Σύντομα φάνηκε καὶ ἡ πνευματικὴ πρόοδός του, μὲ ἀποτέλεσμα, μόλις δύο ἔτη ἀργότερα, νὰ γίνει ἡγούμενος τῆς μονῆς.

ΙΕΡΕΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ: Ἕνα ἔτος ἀργότερα, καὶ παρὰ τὶς ἐπιφυλάξεις τοῦ ἴδιου λόγῳ τῆς βαριᾶς εὐθύνης, ὁ ἐπίσκοπος Κεφαλληνίας καὶ Ζακύνθου Θεόφιλος χειροτόνησε τὸν Διονύσιο διάκονο καὶ ἐν συνεχείᾳ ἱερέα. Ὅταν τὸ 1577 θέλησε νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους, πέρασε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία τοῦ μητροπολίτη Νικάνορα καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ βρεῖ καράβι προκειμένου νὰ ταξιδέψει στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλά, ὅταν ὁ ἀρχιερέας τῶν Ἀθηνῶν ἄκουσε κάποια Κυριακὴ τὸ λαμπρό του κήρυγμα καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις, τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο Αἰγίνης, μὲ τὴν ἐπίσημη ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἱερεμία. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἐχρίσθη ἐπίσκοπος λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Διονύσιος. Τὸ ἔργο, ποὺ ἐπιτέλεσε στὸ νησί, ἦταν σημαντικὸ καὶ ἀφοροῦσε στὴν ὑλικὴ ἀλλὰ καὶ πνευματικὴ ἀνακούφιση τῶν καταπονημένων καὶ φτωχῶν. Τὸ 1579, ὁ ἅγιος λόγῳ τοῦ κοπιαστικοῦ του ἔργου καὶ λόγῶ προβλημάτων ὑγείας, ἔστειλε ἐπιστολὴ παραίτησης στὸν Πατριάρχη ζητώντας νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ἐπιστρέψει στὸ νησί του. Ὁ Ἱερεμίας, ἐκτιμώντας τὶς ποιμαντικὲς ἱκανότητες τοῦ Ἁγίου, τὸν τοποθέτησε βοηθὸ ἐπίσκοπο Ζακύνθου. Ἡ ἔντονη δραστηριότητά του καὶ ἡ φιλανθρωπία του στὴν Ζάκυνθο προκάλεσαν τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ ἐπισκοπικοῦ περιβάλλοντος, ἴσως δὲ καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἐπισκόπου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταγγελθεῖ γιὰ ὑπέρβαση ἐξουσίας, στὸν ἡγεμόνα τοῦ νησιοῦ Νικόλαο Δαπόντε. Ὁ Δαπόντες ζήτησε τὴν παραίτηση τοῦ Διονυσίου, κάτι ποὺ ὁ ἴδιος δέχτηκε ταπεινά, ὥστε νὰ μὴ προκληθοῦν σχίσματα.

Η ΦΥΓΑΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ: Ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἁγίου, οἱ Σιγοῦροι καὶ μία ἄλλη οἰκογένεια τοῦ νησιοῦ, οἱ Μονδίνοι, σύμφωνα μὲ διασωθέντα ἔγγραφα ποὺ ἀνάγονται στὰ ἀρχεῖα τῆς Βενετίας, κτήση τῆς ὁποίας ἦταν ἡ Ζάκυνθος, φαίνεται νὰ εἶχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκὲς μεταξὺ τῶν δύο οἰκογενειῶν συνέβαιναν διαρκῶς. Σὲ μία ἀπὸ αὐτὲς ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου, Κωνσταντῖνος, δολοφονήθηκε. Ὁ δολοφόνος τοῦ Κωνσταντίνου, στὴν προσπάθεια νὰ διαφύγει, ἀναζήτησε καταφύγιο στὸ μοναστήρι τῆς Ἀναφωνήτριας στὰ Βόρεια τοῦ νησιοῦ, ὅπου βρισκόταν ὁ Ἅγιος, μὴ γνωρίζοντας τὴ συγγένεια. Ὅταν ὁ δολοφόνος ἔφτασε στὴ Μονή, ρωτήθηκε ἀπὸ τὸν Διονύσιο, ποὺ ἦταν ὁ ἡγούμενος, γιατί ζητεῖ καταφύγιο. Ὁ ἴδιος ἀπάντησε πὼς τὸν κυνηγοῦσαν οἱ Σιγοῦροι, ἐνῶ, μετὰ ἀπὸ διαρκεῖς ἐρωτήσεις, ὁμολόγησε πὼς δολοφόνησε τὸν Κωνσταντῖνο Σιγοῦρο. Ὁ Διονύσιος παρὰ τὴ θλίψη του, ὄχι μόνο ἔκρυψε τὸν δολοφόνο ἀλλὰ καὶ τὸν φυγάδευσε. Μὲ αὐτὸν τρόπο κατάφερε νὰ ἀποτρέψει ἕνα ἀκόμα ἔγκλημα καὶ ταυτόχρονα νὰ δώσει τὴ δυνατότητα μετανοίας στὸν δολοφόνο, παρὰ τὴν πικρία γιὰ τὸ χαμὸ τοῦ ἀδελφοῦ του, δίνοντας ἕνα παράδειγμα συγχώρησης καὶ ὑψηλῆς ἐφαρμογῆς τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΣΚΗΝΩΜΑ: Ὁ Ἅγιος Διονύσιος κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του εἶχε ἀποσυρθεῖ στὸ μοναστήρι τῆς Ἀναφωνήτριας (Θεοτόκου). Πολὺς κόσμος πήγαινε κοντά του, γιὰ νὰ λάβει συμβουλὲς ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ἐκεῖ ἐκοιμήθη, στὶς 17 Δεκεμβρίου τοῦ 1622 ἢ τοῦ 1624, ἐνῶ ἡ τελευταία του ἐπιθυμία ἦταν νὰ ταφεῖ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Στροφάδων, τῆς Μονῆς δηλαδὴ τῆς μετανοίας του, ὅπου καὶ εἶχε χειροτονηθεῖ ἱερέας. Τρία ἔτη μετὰ ἔγινε ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου του, ποὺ βρέθηκε ἀκέραιο καὶ εὐωδιαστό. Ἔτσι παραμένει μέχρι καὶ σήμερα, ἐκτιθέμενο στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου στὴν Ζάκυνθο, ἡ πόλη τῆς ὁποίας ἔχει τὸν Ἅγιο προστάτη καὶ πολιοῦχο της. Ἡ ἁγιότητά του ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τὸ οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο τὸ 1703, ἀλλὰ στὸ νησὶ ἐτιμᾶτο ὡς ἅγιος ἀρκετὰ νωρίτερα.