ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ 1821
Ενα πολὺ παλιὸ περιοδικὸ μὲ τίτλο «ΓΝΩΣΕΙΣ». Τὸ τρίτο τεῦχος τοῦ εἶναι ἀφιερωμένο στὴν Ἐπανάσταση τοῦ ’21. Γράφουν σ’ αὐτὸ πνευματικὰ ἀναστήματα ὅπως οἱ: Κόντογλου, Καραντώνης, Περάνθης, Χάρης, Λάπας, Ἀγγελομάτης, Μυριβήλης καὶ ἄλλοι σημαντικοί. Ξεσηκώνω ἀπὸ τὸ ἀφιέρωμα ἕνα κείμενο τοῦ Σταύρου Μάνεση, συντάκτη, τότε, τοῦ «Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν». (Τοῦ ὁποίου, ἡ συγγραφή, δὲν ἔχει ἀκόμη ἐπιτευχθεῖ. Στὴν Ἑλλάδα τὰ πράγματα πηγαίνουν «σπρωχνόμενα», ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ ὑπασπιστὴς τοῦ Κολοκοτρώνη, Φωτάκος). Ὁ τίτλος τοῦ ἄρθρου εἶναι «Μακεδονικὲς Ἡμέρες». Ὁ συγγραφέας γύριζε τότε τὴν Μακεδονία μὲ σκοπὸ νὰ διασώσει λέξεις, τοπικὰ ἰδιώματα, ὥστε νὰ πλουτίσει μ’ αὐτὲς τὸ Λεξικό. Ὅπως γράφει: «Τὰ καλοκαίρια τοῦ 1952, ’52, ’53 καὶ ’55 εἶχα τὴν ἐξαιρετικὴ τύχη καὶ τιμὴ νὰ μοῦ ἀνατεθεῖ ἀπὸ ἕνα σωματεῖο μὲ λαμπρὴ ἐπιστημονικὴ δράση, τὴν ἐν Ἀθήναις Γλωσσικὴν Ἑταιρείαν, ἡ μελέτη τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος τῆς περιοχῆς Γράμμου, μὲ ἐπιτόπιο μετάβασή μου. Μὲ βασικὸ μεταφορικὸ μέσο τὸ μουλάρι, γύρισα πενήντα χωριά, κωμοπόλεις καὶ πόλεις τοῦ δυτικοῦ μέρους τῶν νομῶν Καστοριᾶς καὶ Κοζάνης σκαρφαλωμένα πάνω στὶς κορφὲς καὶ τὶς πλαγιὲς τοῦ Γράμμου καὶ τῆς Πίνδου. Ἔτσι, εἶχα τὴν εὐκαιρία καὶ τὴν ἄνεση νὰ γνωρίσω τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴ ζωή τους μὲ τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες, τὶς ἀγωνίες καὶ τὶς ἐλπίδες τους».
. Σεργιανάει τὰ χωριὰ ὁ γλωσσολόγος καὶ συζητᾶ κυρίως μὲ ὑπερήλικους ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν ζήσει τὴν Τουρκοκρατία στὰ μέρη ἐκεῖνα. (Μόλις 40 χρόνια εἶχαν περάσει ἀπὸ τὸ 1912-13, ποὺ ὁ στρατός μας ἀπελευθέρωσε τὴν Μακεδονία). Οἱ μαρτυρίες (καὶ τὰ μαρτύρια) τῶν γερόντων Μακεδόνων εἶναι ἐξαιρετικὰ ἀποκαλυπτικές.
. Διαβάζω: «Ὁ σεβασμὸς στὴν Ἐκκλησία ἔχει παλαιὰ παράδοση σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους κι εἶναι σὰν μία πράξη εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴν συμπαράστασή τους στὸν ἀγώνα. “Ἐδῶ διάβασα”, μοῦ δήλωσε μὲ περηφάνια ὁ ὀγδοντάρης πρόεδρος τοῦ χωριοῦ Ἁγιὰ – Σωτήρα, Δημήτρης Ζηκόπουλος, δείχνοντάς μου τὸν νάρθηκα τῆς Ἁγιὰ – Παρασκευῆς, μίας ἐκκλησιᾶς διακοσίων χρόνων, θέλοντας νὰ μοῦ πεῖ ὅτι ἐκεῖ ἔμαθε τὰ γράμματα ποὺ ξέρει. Καὶ συνέχισε: “Οἱ Τοῦρκοι δὲν μᾶς ἄφηναν νὰ μαθαίνωμε γράμματα κι ἐρχόμασταν σὲ τοῦτο τὸ κρυφὸ σχολειό. Τὸ μόνο ποὺ δὲν τοὺς πολυένοιαζε ἦταν νὰ διαβάζωμε τὸ χτωήχι καὶ τὸ ψαλτήρι, γιὰ νὰ μὴν παίρνουν τὰ μυαλά μας ἀέρα μὲ τ’ ἄλλα διαβάσματα. Θυμᾶμαι μὲ τί χαρὰ καὶ μὲ τί τρομάρα οἰκονόμησε τῷ καιρῶ ἐκείνῳ ὁ παππούλης ποὺ μᾶς διάβαζε –ἅγιο τὸ χῶμα ποὺ τὸν σκεπάζει– μία Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου. Σὰν τελειώναμε τὴν ἀνάγνωση, τὴν παράχωνε κάτω ἀπὸ τὴν πλάκα ποὺ βλέπεις ἐδωγιά».
. Νομίζω ὅτι τὸ κείμενο, ἡ διήγηση τοῦ ὀγδοντάρη γεροπροέδρου, εἶναι ἀπὸ τὶς λίγες μαρτυρίες, ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ ποὺ ἀρνεῖται ἡ ἀφελληνισμένη διανόησις καὶ τὰ ἀπολειφάδια τῆς ἱστοριογραφικῆς τσαρλατανιᾶς ποὺ λυμαίνονται τὰ πανεπιστήμια: τὸ Κρυφὸ Σχολειό.
. Ἕτερη διήγηση, ἡλικιωμένου ἀγροφύλακα ἀπὸ τὸ χωριὸ Νόστιμο. Ἐξιστορεῖ ἐπιγραμματικὰ τὴ ζωὴ τῆς σκλαβιᾶς, τὴν «θαυμαστὴ τάξη», ὅπως ἔλεγε ἡ “συνωστισμένη”, τῆς Τουρκοκρατίας: «Τί τρόμους καὶ τί καρδιοχτύπια περάσαμε μὲ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Ἀρβανιτάδες, ποὺ διαφέντευαν τὰ μέρη ἐτοῦτα κάναν καιρό. Οἱ πρῶτοι μὲ τὸ χαράτσι καὶ τὸ γιαταγάνι τους, οἱ δεύτεροι μὲ τὰ κούρσα καὶ τὸ πλιάτσικο. Ἀνέβαινε ὁ Ἀγάς, κατέβαινε ὁ λιάπης ἀπ’ τὰ βουνά του, ἔμπαιναν στὰ σπίτια μας:
– Βάλε μου νὰ φάω, γκιαούρ!
. Τί νὰ κάνεις, τοῦ ᾽ψηνες ὅ,τι καλύτερο εἶχες, γιὰ νὰ τὸν μαλακώσεις: καμμιὰ κότα, αὐγά· ἔσφαζες κανένα ἀρνί, τοῦ ᾽δινες παχὺ τυρί, τοῦ ᾽φτιανες καὶ τὴν καλύτερη πίτα στὴ γάστρα νὰ περιδρομιάσει. Δῶσε μου κι ἄσπρα (= χρήματα) γιὰ τὸν κόπο πού ᾽καμα νά ᾽ρθω στὸ ρημάδι σου καὶ γιὰ τὰ δόντια μου ποὺ χάλασα μὲ τὰ παλιόφαγά σου, μούγκριζε στὸ τέλος μουδιασμένος ἀπὸ τὸ φαΐ ὁ ληστής. Μποροῦσες νὰ τοῦ πεῖς ὄχι; Τοῦ ᾽δινες κι ἄσπρα… Τί νὰ πρωτοθυμηθεῖς! Ἂν τὸν ἀπαντοῦσες στὸ δρόμο, ἔπρεπε νὰ τοῦ κάνεις μετάνοια τοῦ Τούρκου, νὰ κατέβης ἀπ’ τὸ ζῶο ν’ ἀνέβη αὐτός. Τὰ ροῦχα σου νὰ μὴν εἶναι καινούργια καὶ τὸ φέσι σου νά ᾽ναι τρύπιο καὶ πλαγιαστό. Ἂν τό ᾽βλεπε ὀρθό, σήκωσες κεφάλι, Γιουνάν, σοῦ ᾽λεγε, καὶ στὸ ἔκοβε! Οἱ κοπέλες ἔβαζαν τὰ πιὸ παλιά τους φουστάνια καὶ κουκουλώνονταν καὶ καταχώνουνταν νὰ μὴν τὶς δεῖ τὸ μάτι τὸ πόρνο… πῶς ζήσαμεν ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει, ὥσπου νάρθει τὸ ἑλληνικό».
. (Ἀναφέρει ἡ Πηνελόπη Δέλτα στὰ «Μυστικὰ τοῦ Βάλτου» πὼς ὅταν ὁ ἥρωας καπετὰν Ἄγρας πῆγε σὲ τουρκοσκλαβωμένο χωριὸ τῆς Μακεδονίας, οἱ κάτοικοι τὸν ἐκλιπαροῦσαν νὰ μὴν βαδίζει καμαρωτός, γιατί θὰ προδοθεῖ ἀπὸ τὴν περπατησιά του. Ἔπρεπε νὰ βαδίζει σκυφτός).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου